ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΉ


Αρθρο του
 Γιώργος Κασιμάτης, Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου 
Γιώργος Κατρούγκαλος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, αν. υπουργός 


Όπως έχουμε υποστηρίξει επανειλημμένα και οι δύο (βλ. ήδη Γ. Κασιμάτη, Το απάνθρωπο καθεστώς δανεισμού της Ελλάδας, Α. Λιβάνης, Αθήνα, 2015), οι Δανειακές Συμβάσεις και τα Μνημόνια παραβιάζουν με βασικούς τους όρους σε βάρος της χώρας μας θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, καθώς και της ευρωπαϊκής και της διεθνούς νομιμότητας. Ειδικότερα, οι Συμβάσεις Δανεισμού και τα μνημόνια πλήττουν την εθνική κυριαρχία, την ύπαρξη, δηλαδή, της Ελληνικής Δημοκρατίας, τα αγαθά της πολιτισμικής της κληρονομιάς και της ιστορίας της, προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, κυρίως δικαιώματα των εργαζομένων και των συνταξιούχων, καθώς και αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, του κοινωνικού κράτους δικαίου και της αναλογικότητας, παραβιάζουν όλες τις βασικές ανάγκες αξιοπρεπούς διαβίωσης και ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου, επιπλέον δε παραβιάζουν, με την παράκαμψη της Βουλής των Ελλήνων, τη δημοκρατική και την αντιπροσωπευτική αρχή. 

Συγκεκριμένα, είναι φανερό ότι με τους όρους που περιλαμβάνουν την παραίτηση από τις ενστάσεις προστασίας της εθνικής κυριαρχίας και κάθε άλλου υπέρτερου αγαθού της χώρας, την καθολική δέσμευση της δημόσιας περιουσίας και της οικονομικής πολιτικής της, την εξευτελιστική υποχρέωση συνεχούς, σε κάθε στάδιο εκτέλεσης των συμβάσεων, υπογραφής γνωμοδότησης από απλούς νομικούς συμβούλους του κράτους που βεβαιώνει τη νομιμότητα των Συμφωνιών και την πολλαπλή παραβίαση της συμβατικής ισότητας σε βάρος της Ελλάδας, με όλα αυτά προσβάλλουν τα υπέρτερα αγαθά και της υπόστασης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της αξίας και αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού. 

Για τη σωστή κατανόηση των συζητήσεων που διεξάγει σήμερα η κυβέρνηση με τους δανειστές της, πρέπει να είναι σαφές ότι: πρώτον, οι εν λόγω συζητήσεις ανήκουν στο στάδιο των διαπραγματεύσεων που δεν δεσμεύουν το περιεχόμενο της τελικής συμφωνίας, αν υπάρξει, και δεύτερον, ότι κάθε συζήτηση και συμφωνία γίνεται στη βάση της συνταγματικής, της ευρωπαϊκής και της διεθνούς νομιμότητας. Καμιά συζήτηση και καμιά συμφωνία δεν μπορεί να γίνει, ούτε, και αν γίνει, μπορεί να έχει κύρος και να δεσμεύει, αν παραβιάζει τις αρχές και τους κανόνες έστω και ενός από τα τρία αυτά επίπεδα νομιμότητας. 

Και οι δύο αυτές αρχές έχουν παγκόσμια ισχύ, ισχύ διεθνούς δικαίου, και δεν 2 μπορούν να αμφισβητηθούν ή να παραβιασθούν από κανένα μέρος των συζητήσεων. Οι λογικές συνέπειες που προκύπτουν από τις δύο αυτές αρχές είναι οι ακόλουθες: 

1) Οι συμφωνίες και η σύμβαση παράτασης της «δανειακής σύμβασης» και οι όποιες προτάσεις έχουν κατατεθεί για συζήτηση από την κυβέρνηση ανήκουν στο στάδιο των διαπραγματεύσεων και δεν δεσμεύουν το τελικό περιεχόμενο της συμφωνίας που, ενδεχομένως, θα υπάρξει στο τέλος της τετράμηνης παράτασης. Η σύμβαση παράτασης δεν αναγνωρίζει ούτε το περιεχόμενο της δανειακής σύμβασης ως βάση της υπό διαπραγμάτευση επόμενης σύμβασης, ούτε, φυσικά, τη νομιμότητα της παρατεινόμενης δανειακής σύμβασης –ούτε, άλλωστε, θα μπορούσε να αναγνωρίσει, όπως είπαμε, παράνομους όρους και νομικές ακυρότητες. Οι ασάφειες που παρατηρούν επικριτικά πολλοί ανήκουν στο διαπραγματευτικό λόγο. Η συμφωνία παράτασης είναι συμφωνία χρόνου, τρόπου και διαδικασίας διαπραγμάτευσης και μόνο μέσα στα πλαίσια της συνταγματικής και της διεθνούς νομιμότητας. Η κυβέρνηση θα κριθεί στο τέλος των διαπραγματεύσεων. 

2) Άμεση συνέπεια της παραπάνω διευκρίνισης είναι ότι η συμφωνία παράτασης της δανειακής σύμβασης, ως διαπραγματευτική πράξη, δεν είναι ανάγκη, ούτε πρέπει πολιτικά και συνταγματικά να εγκριθεί από την Βουλή. Μόνο ενημέρωση του αντιπροσωπευτικού σώματος, στο μέτρο που επιτρέπει η φύση των διαπραγματεύσεων, και κοινοβουλευτική έγκριση της διαδικασίας επιβάλλονται από τη δημοκρατική και την κοινοβουλευτική αρχή. Διαφορετικά, εάν υποβληθεί για κύρωση, θα πρέπει η Βουλή να μπει τώρα, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για νέα νόμιμη συμφωνία, στη συζήτηση του ζητήματος και να αποφασίσει σχετικά για το κύρος των δανειακών συμφωνιών, που στην ουσία θα σημαίνει την πλήρη άρση της σημερινής βάσης των διαπραγματεύσεων που ακολουθεί η κυβέρνηση. Αν τεθεί αυτό το ζήτημα στη Βουλή, η κυβέρνηση, φυσικά, θα αρνηθεί το κύρος των δανειακών συμφωνιών. 

3) Η κατά το τέλος των τετράμηνων διαπραγματεύσεων οποιαδήποτε ενδεχόμενη συμφωνία θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, με τις Συνθήκες της ΕΕ και με το διεθνές δίκαιο, που αποτελούν και εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας. Εάν παραβιάζει τις αρχές και τους κανόνες αυτούς 3 νομιμότητας (την αρχή προστασία της εθνικής κυριαρχίας, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της δημοκρατικής νομιμότητας) –και αν ακόμη κυρωθεί από τη Βουλή- θα είναι άκυρη και δε θα δεσμεύει την Ελλάδα –ούτε τις επόμενες κυβερνήσεις. Η αρχή του διεθνούς δικαίου “pacta sund servanda” («οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται») εννοεί τις κατά το διεθνές δίκαιο νόμιμες συμφωνίες. 

4) Εάν κατά το τέλος του τετραμήνου οι δανειστές δεν συμφωνήσουν σε μια νόμιμη σύμβαση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν απομένει πια παρά να τεθεί το ζήτημα κύρους των συμφωνιών και νομιμότητας του χρέους της Ελλάδας. (Η ακυρότητα των συμφωνιών και η ανάγκη ρύθμισης του χρέους στη βάση της συνταγματικής νομιμότητα και της νομιμότητας των συνθηκών της ΕΕ και του διεθνούς δικαίου θα είναι καλύτερο να τεθούν τώρα και στη Βουλή και στους δανειστές). 

5) Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η μη καταβολή της δανειακής δόσης προς την Ελλάδα στο τέλος του τετραμήνου για οποιοδήποτε λόγο διαπραγματευτικό και ιδίως για λόγους αμφισβήτησης του κύρους των συμφωνιών, δεν θα είναι νόμιμη, γιατί θα αποτελεί άσκηση οικονομικής βίας, εάν ληφθούν υπόψη οι άμεσες ανάγκες της χώρας και του ελληνικού λαού και η αρχή της διεθνούς αλληλεγγύης και των Συνθηκών της ΕΕ. 

6) Ας επιτραπεί στον πρώτο από εμάς, που δεν είναι μέλος της κυβέρνησης και δεν έχει τις εκείθεν απορρέουσες δεσμεύσεις, η διατύπωση των παρακάτω καταληκτικών σκέψεων: Παρατηρείται τελευταία μια πολύπλευρη κριτική των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης, η οποία έχει σαφή τα στοιχεία της ενορχήστρωσης, άρα και της διεύθυνσης και κατεύθυνσης. Φαίνεται σαφώς να αποβλέπει στη διάσπαση της παλλαϊκής αντιμνημονιακής βάσης στις διαπραγματεύσεις. Η αντιπολίτευση αυτού του είδους που γίνεται κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της χώρας δεν είναι σύμφωνη με το πολιτικό ήθος. Γι’ αυτό δεν πρέπει να παρασυρθούν άδολοι πολίτες. Θα πρέπει να περιμένουν, όταν πραγματικά θα πρέπει να κριθεί η κυβέρνηση. Ο λαός θα έχει τον τελικό λόγο και την τελική κρίση.

Σχόλια