FORBES: Επτά χρόνια από τους Ολυμπιακούς του 2004





Επτά χρόνια μετά την τελετή έναρξης των 28ων σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων, στο Ολυμπιακό στάδιο της Αθήνας (13 Αυγούστου 2004), το αμερικανικό περιοδικό Forbes δημοσίευσε ρεπορτάζ στο οποίο επιχειρείται ο άμεσος συσχετισμός ανάμεσα στο κόστος της διοργάνωσης και στην σημερινή κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το κόστος των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας ανήλθε στο ποσό των 10, 5 δισ. €, 4 φορές ακριβότερο από τους αμέσως προηγούμενους, στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας. “Η Ελληνική τραγωδία των Αγώνων της Αθήνας συνίστατο στο τεράστιο χρέος που φορτώθηκαν οι Έλληνες μετά τους αγώνες”. Αυτό αναφέρει το ρεπορτάζ, ερευνώντας ταυτόχρονα και τους λόγους του υπερβολικού κόστους:



“Με δεδομένο ότι ήταν οι πρώτοι αγώνες μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, το κόστος για την ασφάλεια οδήγησαν τις δαπάνες σε εκρηκτική άνοδο. Ως αποτέλεσμα, το εθνικό έλλειμμα ανήλθε στο 5,3 % του Aκαθάριστου Eθνικού Προϊόντος, ποσοστό που ήταν σχεδόν διπλάσιο από το όριο (3%) που ήταν επιτρεπτό από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το δε συνολικό χρέος ανήλθε στο 112% του Α.Ε.Π. επιβαρύνοντας κατά 50.000 € το κάθε νοικοκυριό”.

Το γεγονός ότι οι επόμενοι Ολυμπιακοί, του Πεκίνου, στοίχισαν άλλες τρείς φορές ακριβότερα, από εκείνους της Αθήνας, αγγίζοντας στα 30 δισ. €, χωρίς, όπως τονίζεται, να αφήσουν καμιά κληρονομιά χρέους στην χώρα, οφείλεται στο ότι η γιγάντια Κινέζικη οικονομία διέθετε τα κεφάλαια για τα έργα υποδομών που απαιτούνται. Για την ακρίβεια, ένα μεγάλο τμήμα από αυτά τα δημιούργησε στο χρονικό διάστημα από την ανάθεση έως την διεξαγωγή, καθώς τα έσοδα από την φορολογία ανέβαιναν από 20 έως 30% σε ετήσια βάση από το 2002 έως το 2007, ενώ την ίδια χρονική περίοδο το έλλειμα από το 3%, περιορίστηκε στο 1% του Α.Ε.Π.

Υπάρχει αραγε, ένας νοήμων Έλλην που να είχε ερωτήθεί αν είναι διατεθειμένος να αυξηθεί η φορολογία του από το 1998 έως το 2003 (την αντίστοιχη δηλαδή πενταετία) από 20 έως 30% σε ετήσια βάση προκειμένου η πατρίδα του να φιλοξενήσει τους αγώνες και να είχε απαντήσει καταφατικά;



Από την τελετή λήξης των Αγώνων του 2004

Το ερώτημα προφανώς είναι ρητορικό, αλλά εδώ ακριβώς αποκτά το θέμα, την πολιτική του διάσταση, καθώς μάλιστα το δημοσίευμα του Forbes προχωρά αναφέροντας πως στους αγώνες του Μόντρεαλ (’76), της Μόσχας (’80), του Σίδνεϋ (2000), φυσικά των Αθηνών το 2004, αλλά και στους επικείμενους (2012) του Λονδίνου έχει παιχτεί, από τις κυβερνήσεις, το παιχνίδι της σκόπιμης υποτίμησης των εξόδων, το οποίο μάλιστα αναλύεται στα εξής στάδια:

“1. Κατ’ αρχήν λες στους πολίτες ότι τα έξοδα θα είναι πολύ μικρότερα από τα πραγματικά ώστε να περάσεις στο έθνος σου τα οικονομικά πλεονεκτήματα της διοργάνωσης των αγώνων.

2. Ακολούθως, προσποιείσαι τον έκπληκτο όταν τα έξοδα τραβούν την ανιούσα


3. Τέλος, δείχνεις ακόμα περισσότερη έκπληξη όταν η πραγματικότητα για τα έσοδα και τα οικονομικά οφέλη δεν ανταποκρίνεται στις προβλέψεις”.

To άρθρο στο αμερικάνικο περιοδικό, ολοκληρώνεται με αναφορές τόσο στους οικονομικά επιτυχημένους Αγώνες, με σημαντικότερη όλων η διοργάνωση του ’84 στην πόλη των Αγγέλων, όπου απέφερε, πάντα σύμφωνα με το δημοσίευμα και τον Dr. Zarnowski, 546 εκατομμύρια δολάρια κέρδη, όσο και στις οικονομικές καταστροφές, όπως εκείνη του Μόντρεαλ που τρόμαξε πολλές υποψήφιες πόλεις καθώς χρειάστηκαν 30 έτη προκειμένου να αποπληρώσει τα χρέη που συσσωρεύτηκαν.

Η κριτική και μάλιστα…
“κατόπιν εορτής”, προφανώς είναι μια... πολύ εύκολη δραστηριότητα. Πλην όμως, όσοι ένιωσαν εκείνη την νύκτα της Παρασκευής 13ης Αυγούστου 2004, το αίσθημα της “ισχυρής Ελλάδας”, καθότι η “Μεγάλη” είχε εκπνεύσει στις στάχτες της Σμύρνης 82 καλοκαίρια νωρίτερα, θα πρέπει μάλλον να ξανασκεφτούν τα δεδομένα.



Από την 5η Σεπτεμβρίου 1997, όταν από τα χείλη του “αθάνατου” don Juan Antonio Samaranch προφέρθηκε η λέξη Athens σ εκείνη την τελετή της Λωζάννης, έως τις μέρες μας έχουν μεσολαβήσει 14 χρόνια.

Οι μεταβολές όμως που δέχτηκε ο τόπος και ο πληθυσμός ήταν και παραμένουν κολοσσιαίες, σχεδόν σαρωτικές. Μερικοί το ονομάζουν πρόοδο, άλλοι ανάπτυξη, άλλοι καταστροφή.

Η αλήθεια
είναι ότι τα δεδομένα καθώς και τα γεγονότα συμμάχησαν σε ένα μεγάλο βαθμό ώστε να παραπλανήσουν. Πρώτα η πλάνη του θέρους του ’99 με την πορεία του Χρηματιστηρίου. Ακολούθως η Νομισματική Ένωση τον Φεβρουάριο του 2002, η αναγγελθείσα εξάρθρωση της τρομοκρατίας το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Μα κα τα μεγάλα έργα, όπως η ζεύξη του Ρίο με το Αντίριο, ή το μετρό, το τραμ, το νέο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας. Ακόμα και η κατάκτηση του Euro ’04 από την Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου έδωσαν την ψευδαίσθηση ότι η φτώχια, η ανέχεια, οι στερήσεις και κυρίως το περιθώριο ήταν παρελθόν, είχαν κλειδωθεί στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Μέσα από την Ευρωπαϊκή πορεία αναδυόταν μια νέα, πολλά υποσχόμενη, ηγέτιδα και καθόλου ηκέτιδα χώρα. Ο περισσότερος κόσμος αυτό έβλεπε, αυτό κατάλαβαινε, αυτό πίστευε.

Οργανωτικά οι Αγώνες πήγαν καλά. Δεν ανέδειξαν προβλήματα, δεν ακούστηκαν παράπονα, δεν διατυπώθηκαν παρατηρήσεις. Οι τελετές Έναρξης και Λήξης απέσπασαν λαμπρές κριτικές. Ακόμα και ο καιρός συμμάχησε. Ήταν ένα γλυκύ, δροσερό, χωρίς μελτέμια, χωρίς πυρκαϊές θέρος. Πειθάρχησε και ο γενικά φερόμενος ως ανυπότακτος πληθυσμός, αφήνοντας τις Ολυμπιακές λωρίδες κυκλοφορίας ανοικτές και ανεμπόδιστες, συμβάλλοντας σε μια πολιτισμένη και καθαρή εικόνα του τόπου. Πειθάρχησε μεν δεν λοβοτομήθηκε δε, αν θυμηθούμε τις αντιδράσεις του κοινού στον τελικό των 200 μέτρων ανδρών. Η στάση αυτή από άλλους χαρακτηρίσθηκε ως απαράδεκτη, από άλλους ως “αντίσταση” στο αθλητικό, με πολιτικές προεκτάσεις, διεθνές κατεστημένο. Σε κάθε περίπτωση όμως, η Ελληνική Δικαιοσύνη χρειάστηκε άλλα επτά (7) χρόνια (έτη), προκειμένου να φθάσει σε μια απόφαση για την περίπτωση αυτή. Πόσο τιμητικό μποορεί να είναι αυτό σε μια ευνομούμενη κοινωνία;

Σε καθαρά
αθλητικό πλαίσιο, τα θέματα πήγαν καλά για την Ελληνική ομάδα. Η χώρα πλασσαρίστηκε στην 15η θέση από τις 71 συνολικά χώρες που πήραν μετάλλια επί 201 συμμετοχών. Απέσπασε 6 χρυσά, ισάριθμα ασημένια και 4 χάλκινα, σύνολο 16, η πλουσιότεη συγκομιδή που είχε ποτέ.

Από τη συγκίνηση της Βαρκελώνης, όπου το 20χρονο “λιοντάρι από την Χειμάρρα” και η κοπέλα από το Τριπόταμο της Φλώρινας προσέφεραν στον ελληνικό αθλητισμό την ανταύγεια του χρυσού σε Ολυμπιακό επίπεδο, που είχε να την χαρεί 12 χρόνια (Μόσχα – Στέλιος Μηγιάκης), στον εντός έδρας θρίαμβο μέσα σε άλλα 12 χρόνια. Τι λαμπρότης! Ασφαλώς μπορεί να υπάρξει αντίλογος που έχει να κάνει με το θέμα του ντόπινγκ. Βεβαίως και μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση με το θέμα της “Ελληνικότητας” κάποιων αθλητών, ακόμα και την βιομηχανοποίηση του πρωταθλητισμού και την καταβαράθρωση του αθλητισμού. Όσοι υποστηρίζουν τις συγκεκριμένες θεωρίες ούτε ανθέλληνες είναι, ούτε περιθωριακοί, αλλά αντιστέκονται σε μια πλημμυρίδα νέων ηθών.

Αντίλογος υπάρχει και στη βάση του Ολυμπισμού. Στις δραστηριότητες των “αθάνατων” , στην κυριαρχία των συμφερόντων, στην υποχώρηση της αθλητικής ιδεολογίας, στην εμπορευματοποίηση των πάντων. Αυτά είναι τόσο γνωστά όσο και δεδομένα και δεν είναι εκτός θέματος από την άποψη ότι τούτων συνιπολογιζομένων τίθεται και το ερώτημα αν πραγματικά “αξίζει τον κόπο;”

Όποια και να είναι η απάντηση, ολοκληρώθηκαν οι 28οι Ολυμπιακοί αγώνες και στην κορύφωση της εθνικής ανάτασης, των πανηγυρισμών, η vecchia Signora τους, εξετόξευσε από το ανάκτορό της, προς τους Αττικούς ουρανούς τα πυροτεχνήματα, που λάθεψαν στο δρόμο και κατέκαυσαν μικρό παρακείμενο άλσος, εκεί στη Φιλοθέη, κάνοντας τους στίχους του Παλαμά επίκαιρους όσο ποτέ:

“Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού…”

Ειδικά στην τρίτη αράδα, εκεί που χρησιμοποιεί το ρήμα άστραψε, υπήρξε απόλυτη ταυτότης.

Με αυτά και με άλλα ηναγκάσθη ο τότε πρωθυπουργεύων να αποχωρήσει, (έκων ή άκων τις γνωρίζει;) πάραυτα από τη σεμνή, ταπεινή εκείνη τελετή.

…και λίγα χρόνια,
αργότερα, εκουράσθη ο τότε προθυπουργεύων και παρέδωσε την εξουσία στον επόμενο, την επαύριο της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Από εκείνη την εικόνα, της ταχύτατης προόδου, της αναδύσης του έθνους των Cayen, της συγκομιδής των καρπών των αγώνα που “τώρα” δικαιωνόταν, της ισχυρής Ελλάδας που εισερχόταν δυναμικά στο 21ο αιώνα, που από φτωχή και τιμία μετατρεπόταν σε κάτι σαν την γη της επαγγελίας της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, φτάσαμε στο σήμερα, ήρθαμε στο τώρα.

Στο ερώτημα τι έφταιξε και καταντήσαμε οι παρίες της Ευρώπης, οι επαίτες του πλανήτη, με 16,6% ανεργία, με οικονομία στα όρια της κατάρρευσης, με ένα μουδιασμένο, σοκαρισμένο πληθυσμό, κορυφαίοι σχεδόν στη λίστα των κρατών με την μεγαλύτερη διαφθορά και με ένα δυσοίωνο μέλλον, οι απαντήσεις, εκ των πραγμάτων, δεν είναι πολύπλοκες. Η πρόσφατη ιστορία, τις προσφέρει απλόχαιρα.

Λοιπόν:
Για όσους ένοιωσαν εκείνη την Παρασκευή, πριν από επτά ακριβώς χρόνια, κάτι σαν ανάταση, σαν την ολοκλήρωση του σύγχρονου Ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο, σαν δικαίωση, την επιτέλους αναγνώριση, την επιστροφή του τόπου στη θέση του ομφαλού της γής, η σημερινή εικόνα ανατρέπει ολοκληρωτικά εκείνο το συναίσθημα, εκείνη την πίστη.

Η υπερηφάνεια ενός έθνους είναι αντιστρόφως ανάλογη των χρεών που δημιουργεί και ευθέως ανάλογη της ικανότητας να μην δημιουργεί χρέη που δεν μπορεί να ξεπληρώσει.

Αν ευθύνονται περισσότεροι οι ηγήτορες και λιγότερο οι πολίτες, μια υπόθεση που δύσκολα ανατρέπεται είναι, πια, είναι ελάσσονος σημασίας θέμα.

Το μείζον θέμα είναι κατ’ αρχήν, αν θα καταφέρει ο τόπος να συνέλθει χωρίς βία, χωρίς αίμα και συγκρούσεις χωρίς, όπως κατ’ επανάληψη συνέβη στο 20ο αιώνα, να σπαταλήσει μια γενιά και ακολούθως αν αυτή η δυσάρεστη, πικρή εμπειρία που βιώνουμε θα αποκτήσει τις διδασκαλικές της διαστάσεις στις επόμενες γενιές ώστε να μην διαπράξουν τα ίδια σφάλματα, να μην πιστέψουν τα ίδια παραμύθια, να μην ανταλάξουν τον πλούτο της νιότης και της πατρίδας τους με Ολυμπιακούς αγώνες, εγκαίνεια, τελετές και άλλες χαντρούλες.

Αυτά περίπου ήρθε να μας πεί το δημοσίευμα του Forbes, ασφαλώς με πιο λογιστικό, πιο “δυτικό”, ίσως και με πιο ακριβή τρόπο, επτά χρόνια μετά από εκείνη τη βραδιά, που τόσους πολλούς, είχε τόσο πολύ συγκινήσει, μάλλον με ολότελα λάθος τρόπο.
Νικόλας Στ. Ζαλμάς 

Σχόλια