Συνέντευξη με τον Ακαδημαϊκό Καθηγητή κ. Βασίλειο Μαρκεζίνη σχετικά με την οικονομική, πολιτική, και εξωτερική κρίση που αντιμετωπίζει η Χώρα μας.


Αν, αντί συνενεντεύξεως, σας είχαμε ζητήσει άρθρο, τι τίτλο θα διαλέγατε για να εκφράσετε την κεντρική ιδέα που περιέχουν τα όσα θα μας πείτε;

            Ασφαλώς την φράση από την Κόλαση του Δάντη  «Εγώ ειμί η άγουσα εις την αλγούσαν πόλιν» που καταλήγει με την πασίγνωστη και ανατριχιαστική φράση: «Άφετε πάσαν ελπίδα όλοι εσείς οι εισερχόμενοι» [στην Κόλαση].

Δηλαδή, σκοπίμως χρωματίζετε από την αρχή με μελανά χρώματα το περιεχόμενο της συνεντεύξεως και, φαντάζομαι, το μέλλον της Χώρας μας όπως το βλέπετε. Δύο ερωτήματα λοιπόν: Πρώτον, εδώ, το «εγώ» στη φράση του Δάντη πού αναφέρεται; Δεύτερον, γιατί τέτοια μελαγχολία;

Το «εγώ» αναφέρεται πρωτίστως στην κυβέρνηση αλλά και στην υποτακτική μερίδα των ΜΜΕ που με απίστευτη συνέπεια αλλά και – κατά την άποψη μερικών - ασύλληπτη ιδιοτέλεια μετέτρεψαν το μισο-κατεστραμμένο κράτος, που κληρονόμησαν, σε πλήρες ερείπιο, γεμάτο από ψυχολογικά ημιθανείς πολίτες χάρη στην από κοινού παραπληροφόρηση που μαζί – κυβέρνηση και ΜΜΕ – εγκληματικά ενορχήστρωσαν για να καλύψουν την κυβερνητική ασυνεννοησία, την έλλειψη σχεδίου, και την μικροπολιτική νοοτροπία με την οποίαν μας κυβέρνησαν τα τελευταία δυο χρόνια.

Η «καταστροφή» στην οποία αναφέρεσθε έχει κυρίως να κάνει με την οικονομία ή και με άλλες πτυχές του δημοσίου βίου;...


Στο πρόσφατο βιβλίο μου «Η Ελλάς των Κρίσεων» ετόνισα, ότι η Χώρα μας, εν αντιθέσει με τις άλλες που δοκιμάζονται –π.χ. την Ιρλανδία και την Πορτογαλλία – πάσχει από πολλές κρίσεις – ηθική, οικονομική, εξωτερικής πολιτικής, μεταναστευτική, και μεγεθυνόμενη κρίση μειονοτήτων – που όλες είναι εν πολλοίς απόρροια της πολιτικής που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Σημίτη, Καραμανλή και τώρα Παπανδρέου. Μπορούμε, βεβαίως, να πάμε και πιο πίσω στην απόδοση ευθυνών, αλλά όσο απομακρυνόμεθα από το «σήμερα» τόσο η αιτιώδης συνάφεια με το «προχθές» αποδυναμώνεται μια και τίθεται το ερωτήμα «αν έσφαλαν οι πρωθυπουργοί του ”προχθές” γιατί οι πρωθυπουργοί το ”χθες”»  ή του ”σήμερα” δεν απέφυγαν τα ίδια λάθη ή δεν διόρθωσαν εγκαίρως τα περασμένα»;

Φαντάζομαι ότι κατατάξατε τις κρίσεις κατά προτεραιότητα, αλλά εγώ θα ήθελα να μας μιλήσετε πρώτα για την οικονομία. Μετά για τα εξωτερικά και να τελειώσουμε με την «ηθική» κρίση. Ίσως, σε κάποια άλλη συνέντευξη, να μας μιλήσετε για τα μειονοτικά αλλά καί το μεταναστευτικό, που, γνωρίζω από το βιβλίο σας, θεωρείτε ότι μπορεί να μεταβληθεί στο υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της Ευρώπης του μέλλοντος.

Ευχαρίστως.
Η οικονομική κρίση είναι προφανής. Είναι αυτή που πλήττει όλο και πιο βαρειά αλλά και άδικα τον κόσμο, ιδίως μικρούς, μεσαίους, και συνταξιούχους. Οι κυβερνώντες και ο πειθήνιος τύπος φέρουν μεγάλη ευθύνη, που συνεχίζουν να παραπλανούν το λαό και να μην του λένε ότι η κατάσταση θα γίνει ακόμη χειρότερη. Θυμηθείτε π.χ. πώς μας έλεγαν πέρυσι πως «τέλος τα μέτρα», ή «φτάσαμε πάτο», ή «θα βγούμε στις αγορές το 2011». Αυτά είναι ψεύδη,  τόσο ψεύδη όσο ψευδής ήταν και η διαβεβαίωση του κ. Καραμανλή το 2008, ότι η Ελληνική οικονομία ήταν «θωρακισμένη» έναντι της έξωθεν προερχομένης χρηματοπιστωτικής κρίσεως.

Αν μου επιτρέψετε να σας διακόψω; Μήπως «ψεύδη» είναι βαρειά λέξη και, αντ’ αυτής, θα έπρεπε να μιλάμε για λάθη;

Προσωπικά, δεν πείθομαι με την σκέψη σας, μιας και νομίζω ότι ήταν και τα δύο. Το λέγω αυτό, μια και έχομε ενδείξεις ότι οι κ.κ. Αλογοσκούφης και Δούκας προειδοποιούσαν τον τότε Πρωθυπουργό, αλλά αυτός δίσταζε να λάβει μέτρα, μήπως τον βλάψουν εκλογικά.  Αλλά ας δεχθώ προς στιγμήν την άποψη σας, χάριν του διαλόγου.
Αν αυτές οι δηλώσεις δεν ήταν συνειδητά ψεύδη, τότε, δεδομένης της σημασίας του θέματος και των συνεπειών τέτοιων ανακριβών δηλώσεων, καταλήγομε στο συμπέρασμα, ότι οι ηγέτες μας δεν λέγανε σκόπιμα ψέμματα, αλλά ήταν απλώς ανίκανοι ή, αν θέλετε, πολύ ανίκανοι, μια και μερικοί από μας από τότε τους προειδοποιούσαμε, ότι δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Για την περίπτωση του κ. Παπανδρέου, βλέπετε π.χ., την συνέντευξη που έδωσα στην Ναυτεμπορική τον περασμένο Οκτώβριο. Σε εποχή που η κυβέρνηση μας έλεγε, ότι: (α) «δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα» και (β)  «θα βγούμε στις αγορές το 2011». Προσωπικά, όμως, είμαι έτοιμος να δεχθώ την εκδοχή της «ανικανότητος» μια και αυτή δεν καθιστά καλύτερη αλλά χειρότερη την θέση των κυβερνώντων. Ας διαλέξουν λοιπόν οι αναγνώστες μεταξύ του «ψεύτες» και«ανίκανοι»! Καίτοι το ένα δεν αποκλείει το άλλο...

Καλά, ας αφήσομε κατά μερός ό,τι έγινε στο παρελθόν. Τώρα, χάρις στους χειρισμούς τους Πρωθυπουργού δεν «πήραμε ανάσα» ή, όπως είπε πιο πρόσφατα ο νέος αντιπρόεδρος, «βάλαμε επιτέλους πάτο στη οικονομική κρίση»;

Μανία που έχουν οι κυβερνώντες μ’ αυτή την έκφραση! Δεν καταλαβαίνουν ακόμη, ότι ο κόσμος - ακόμη και όσοι οπαδοί τους έχουν μείνει - δεν τους πιστεύει πια και ότι ο μόνος λόγος που παραμένουν για λίγο ακόμη στην εξουσία, είναι γιατί οι ίδιοι οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος δεν τολμούν να ψηφίσουν ... κατά συνείδηση; Να  απαντήσω όμως στο ερώτημα σας.
            Δεν πήραμε ανάσα, αντιθέτως θα χάσομε ακόμη πιο πολύ την αναπνοή μας, καθώς στις επόμενες εβδομάδες καθώς οι διακοπές τέλειωσαν και οι αγορές θα επιστρέψουν στο γνωστό τους παιχνίδι.
Πάρτε το απόφαση: Η οικονομική κρίση είναι χειρότερη παρά ποτέ και τούτο όχι μόνον γιατί και όλη η Ευρώπη βρίσκεται σε κρίση, στερούμενη, επίσης, χαρισματικής ηγεσίας, που την οδηγεί στο χείλος της αβύσσου μέχρις ότου αποφασίσει – αν μπορέσει ποτέ να αποφασίσει – την βαθύτερη ενοποίηση της. Τα τονίζω όλ’  αυτά, γιατί για μένα είναι ζήτημα χρόνου προτού οι αγορές εντείνουν τα κτυπήματά των στην Ιταλία και στην Γαλλία. Αν βγω δικαιωμένος, νομίζετε, ότι οι Ευρωπαίοι θα έχουν το καιρό ή και την διάθεση να ασχολούνται μ’ εμάς;
Κοιτάξτε, λοιπόν, τους αριθμούς και κρίνατε όχι μόνο το αποτέλεσμα, αλλά και το κατά πόσο το περιβόητο Μνημόνιο Ι βελτίωσε ή χειροτέρεψε την κατάσταση μας. Μετά ρωτήστε, αν το Μνημόνιο ΙΙ, που επαναλαμβάνει την ίδια, αποτυχημένη, συνταγή θα έχει καλύτερη τύχη; Για τ’όνομα του Θεού: Πόσα Μνημόνια πρέπει να μας φορτώσουν στην πλάτη, προτού καταλάβουμε, ότι η φιλοσοφία τους δεν συνταιριάζει με την ανάγκη να έχομε ανάπτυξη; Το μόνο που μπορείτε, ίσως, να πείτε υπέρ αυτών είναι, ότι καθιστούν σαφή - μαζί με την ανάπτυξη - την άμεση ανάγκη ορθολογικά στοχευμένης περιστολής τωνδημοσίων δαπανών.
            Ανεργία. Από περίπου 9% προ δύο ετών σχεδόν 17% τώρα, σίγουρα με περαιτέρω ανοδικές τάσεις, και με «νεαρή ανεργία» – 17-40 ετών - στα 40%. Προσοχή εδώ: η νεανική ανεργία ήταν μία από τις δύο κοινές αιτίες όλων των εξεγέρσεων στην Βόρειο Αφρική και Μέση Ανατολή (η άλλη ήταν τα απολυταρχικά καθεστώτα, που δεν ισχύει σ’ εμας).
            Έσοδα. Όπως προέβλεψε ο κ. Σαμαράς (και λίγοι άλλοι) το Μνημόνιο μεγάλωσε την ύφεση και αυτή, με τη σειρά της, μείωσε τα έσοδα.  Σ’ αυτό προσθέτομε, ότι δύο χρόνια «χρηστής» κυβερνήσεως ακόμη δεν κατάφεραν(;), έπεισαν(;), προσπάθησαν να πείσουν(;) τους εφοριακούς να είναι πιο αποτελεσματικοί στη δουλειά τους. (Θα επανέλθω επ’ αυτού παρακάτω, γιατί αποτελεί πραγματικά σκάνδαλο.) Μήπως θα έπρεπε να αρχίσομε με την μετακίνηση των μη αποδοτικών υπαλλήλων ή και την αντικατάσταση των με πιο αποδοτικούς; (Αφήνω για άλλη συζήτηση τα συνταγματικά κωλύματα και πως αυτά μπορούν, ακόμη και με το παρόν Σύνταγμα, να παρακαμφθούν σε κατάλληλες περιπτώσεις, μιά και δεν μπορώ να πιστέψω, ότι τέτοια απραξία, αν αληθεύει, προστατεύεται από το Σύνταγμα.)
            Έξοδα. Παρά τα άδικα/ δρακόντεια μέτρα και την περίφημη αρχή, ότι οι προσλήψεις θα είναι 1 για κάθε 5 αποχωρήσεις, παρά τις υποσχέσεις εξυγίανσης στον χώρο της Υγείας, τα έξοδα για το πρώτο εξάμηνο αυτού του έτους έφτασαν σχεδόν 40 δισ. ευρώ, (έναντι εσόδων 22.5 δισ. ευρώ). Αν αφαιρέσει κανείς τους τόκους, αξίας, 9,3 δις. ευρώ, το πρωτογενές ταμειακό έλλειμα ήταν της τάξεως των 9.3 δις. ευρώ.  Στην πραγματικότητα τα έξοδα πρέπει να αυξηθούν άλλα 6. 6 δισ. Ευρώ, αν λάβομε υπ΄όψη ό,τι το δημόσιο χρωστά στους προμηθευτές του. Και αν ακόμη, ως δια μαγείας, εξαφανίζετο το τεράστιο και αυξανόμενο δημόσιο χρέος μας πάλι θα ευρισκόμεθα προ σοβαρά ελλειματικού προϋπολογισμού. Ούτε κατά διάνοια λοιπόν πλησιάζομε το σημείο να έχομε πρωτογενές πλεόνασμα.
Και για να συνδέσομε αυτούς τους αριθμούς με μία προηγούμενη παρατήρηση. Οι αριθμοί που έδωσα προέρχονται απο το Υπουργείο Οικονομικών και δίνουν μια εικόνα του μεγέθους της κυβερνητικής ανικανότητας.  Πόσοι, όμως, από τους μόνιμους δημοσιογράφους των ημερήσιων εφημερίδων και λοιπών ΜΜΕ τους σχολίασαν; Πόσοι διερεύνησαν αν η αύξηση εξόδων οφείλεται στο γεγονός ότι συνεχίζονται - υπό άλλες μορφές - οι προσλήψεις; Πόσοι διερωτήθηκαν αν αυτές οι προσλήψεις έχουν καθαρά κομματικούς σκοπούς; Ιδού, λοιπόν, άλλο ένα μικρό αλλά συγκεκριμένο παράδειγμα της συμπράξεως μερίδος του τύπου στην διαπραττόμενη κακοδιαχείριση που πραγματοποιείται σε βάρος του Ελληνικού λαού!
            Δημόσιο χρεός. Εδώ έχομε αύξηση, αν και αυτό που χρειαζόμεθα εσπευσμένα είναι μείωση, ώστε να μη φεύγει ετησίως ένα τόσο μεγάλο μέρος των ισχνών εσόδων μας σε πληρωμές τόκων.  Όσο για το δημόσιο χρέος, οι αριθμοί μιλάνε μόνοι τους: 126% του ΑΕΠ το 2009, 158% το 2010, και μετά την «ανάσα» - νέο δανεισμό του Ιουλίου – αν πραγματοποιηθεί – ξένοι αναλυτές το τοποθετούν μεταξυ 168% και 177% του ΑΕΠ.Τέτοιο χρέος ΔΕΝ ξεπληρώνεται με τίποτα. Ούτε αναδιαρθρώσεις – που ο Πρωθυπουργός πρό επτά περίπου μηνών μας έλεγε «ποτέ δεν θα γίνουν», αλλά γίνονται καθημερινά όμως με άλλα ονόματα. Φθάνουν πια! Ούτε δηλώσεις ξένων επισήμων μετράνε, ούτε οι διαβεβαιώσεις των δικών μας τραπεζιτών αξίζουν μια δεκάρα. Και τούτο γιατί ούτε η κυβέρνηση ποτέ απεδέχθη δημόσια (έστω και αν μέσα της το νοιώθει), ούτε ποτέ κανείς το έγραψε στον τύπο ή το είπε στον Ελληνικό λαό σταράτα, ότι αυτό που μετράει είναι η γνώμη της αγοράς και όχι οι γνώμες του συμπαθούς κ. Τρισέ ή του κ. Όλι Ρεν.
Έτσι, μόλις σήμερα – 28 Αυγούστου 2011 - βρίσκομε στο Βήμα δύο άρθρα που μισό-αναφέρονται στην δύναμη των αγορών. Η ανάλυση όμως, από την πλευρά που εγώ εξέταζω το πρόβλημα, είναι ελλειπής. Και ένα από τα κείμενα, βάζοντας ως επικεφαλίδα την «γελαστή» φωτογραφία των κ.κ. Παπανδρέου, Ρομπάει και Μπαρόζο, υποσυνείδητα συνεχίζει να δίνει την εσφαλμένη εντύπωση ότι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί, που έχομε αυτή την στιγμή, είναι σε θέση να νικήσουν τις αγορές.
Γιατί αυτή η εμμονή σε κάτι που καθημερινά αποδεικνύεται λανθασμένο; Γιατί αυτή η υποτίμηση της δύναμης των αγορών; Γιατί τα πικρόχολα σχόλια, δεδομένου ότι κάνομε πολιτικο-οικονομική ανάλυση το πώς δουλεύουν οι οικονομίες στην εποχή μας και δεν μιλάμε για πρόσωπα, που πιθανώς η άπληστη λαιμαργία τα καθιστά προσωπικά αντιπαθή; Γιατί ο πολύς ο κόσμος δεν έχει καταλάβει - ή αρνείται ψυχολογικά να δεχθεί - ότι αυτοί που μετράνε στην οικονομία είναι τα καλοπληρωμένα σαΐνια της αγοράς και όχι οι ακαδημαϊκά εκπαιδευμένοι υπάλληλοι και σύμβουλοι των κυβερνήσεων ή, ακόμη λιγώτερο, τα εφήμερα πολιτικά αφεντικά τους, που αναλαμβάνουν «υπερ-τεχνικά» υπουργεία χωρίς να έχουν τις απαιτούμενες εξειδικευμένες γνώσεις!
            Βγαίνομε στις αγορές. Μιαά και τώρα τα σπρεντς ξεπερνάνε τις 1.500 μονάδες, και οι ξένοι φίλοι αναγνωρίζουν, ότι κάτι τέτοιο – αναζήτηση δανείων από τις αγορές - ανήκει πλέον στην σφαίρα των ονείρων προ του 2012 το ενωρίτερο, ας μην το συζητάμε καν.
            Τι άλλο να πω στο ερώτημα σας; Να μιλήσω για αναδιάρθρωση του χρέους; Για περαιτέρω σοβαρό κούρεμα που είναι αναπόφευκτο, (παρ’ όλο που προ ολίγων μόλις μηνών ο Πρωθυπουργός, μας έλεγε ότι δεν τίθεται καν θέμα «αναδιαρθρώσεως του χρέους» (ως αν η επιμίκυνση να μην είναι μορφή αναδιαρθρώσεως); Για το «ευρωομόλογο» που όλοι εμφανίζονται να το θέλουν. αλλά που δεν μπορεί να έλθει χωρίς Ευρωπαϊκή ενοποίηση, την οποία οι μεγάλοι δεν θέλουν; Για παύση πληρωμών, που για πολλούς σοβαρούς οικονομολόγους είναι θέμα μόνον χρόνου; 
Ας αφήσω καλλίτερα τους αναγνώστες σας να βγάλουν μόνοι τα συμπεράσματά τους, να καταλάβουν τα χάλια της αγοράς, να εκτιμήσουν την σημασία των πρόσφατων πτωτικών τάσεων του χρηματοστηρίου μας, ιδίως για τις τράπεζες μας, και να αποφάσισουν τελικά μόνοι τους αν το «μούδιασμα» που τους προκαλεί η συστηματική κυβερνητική προπαγάνδα θα είναι ανεκτό ακόμη για πολύ ή στο τέλος θα μας βγάλει όλους στους δρόμους η μονόχνωτη τρόϊκα με την αποτυχημένη συνταγή της που έβαλε εξ αρχής την «ανάπτυξη» σε δεύτερη μοίρα, μετά τις «οικονομίες» και «περικοπές».
Στους αναγνώστες σας αφήνω επίσης να αποφασίσουν, αν οι Έλληνες πλούσιοι που απο καιρό βγάζουν τα πλούτη τους στο εξωτερικό, αλλά και οι απλά εύποροι που προσπαθούν να διασώσουν τις οικονομίες τους «έξω», θα ξαναφέρουν «μέσα» τα λεφτά τους μόνο και μόνο γιατί τους το ζήτησε ο, αναμφισβήτητα ευφυής, αλλά ξεγελασθείς Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως να καθίσει στην ηλεκτρική καρέκλα της Καραγιώργη Σερβίας, χωρίς να έχει εξασφαλίσει πρώτα απ’ τον Πρωθυπουργό την συγκατάθεσή του να ανακρούσει πρύμνα σ’ όλο το φάσμα της οικνομικής του πολιτικής;  Όντας ευφραδέστατος, προφανώς εξέλαβε το έργο που ανελάμβανε ως απαιτούν πολιτική διαπραγμάτευση. Στην ουσία, όμως, βρέθηκε δεμένος από τις ατυχείς τεχνοκρατικές συμφωνίες, που ο προκάτοχός του είχε αποδεχθεί και «αμαρτίες προκατόχων παιδεύουσι διαδόχους.»
Στα ανωτέρω προσθέσατε την ανάγκη να αναμοφωθεί δομικά η Ελληνική οικονομία. Φράση που περιλαμβάνει δραστική, πλην όμως και μελετημένη, περικοπή των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα– που όχι μόνον δεν γίνεται αλλά καταστρατηγείται με - όπως ήδη υπαινίχθηκα - κομματικές (προφανώς) προσλήψεις, αναμόφωση της φορολογικής υπηρεσίας – περί της οποίας κατωτέρω – και συγχωνεύσεις που έχουν ήδη αναληφθεί ως υποχρεώσεις, αλλά δεν εκτελούνται. Αλλ’ αντιμετωπίζονται με το «κολπάκι» των «μετάταξεων», το οποίο ουδόλως λύνει το πρόβλημα που έθεσα.

Και για τα Εξωτερικά έχετε την ίδια απαισιοδοξία;

Αναμφισβήτητα «ναι». Και μάλιστα για δύο λόγους που συναντούμε και στην οικονομική διαχείριση. Εξηγούμαι.
Πρώτον, παρατηρούμε αποδοχή των πρωθυπουργικών επιθυμίων, χωρίς καν μια στοιχειώδη επαγγελματική συζήτηση με εδικούς εκφράζοντες ελευθέρως τις απόψεις των. Τονίζω, «πρωθυπουργικών» μια και αν κρίνομε από την προσωπικότητα και το γνωστό έργο του μέχρι πρόσφατα Υπουργού – ο νεός, τουλάχιστον, έχει και προσόντα και διεθνή εμπειρία - γνωρίζομε ότι τύποις μόνο είχε τον τίτλο και ότι στη πράξη ήταν «επιτηρητής» του Υπουργείου. Έτσι, όλες οι πληροφορίες, που φτάνουν στ αυτιά μου, επιβεβαιώνουν ότι οι πρέσβεις – από του Γενικού Γραμματέως και κάτω – οι οποίοι δεν θέλουν να βρεθούν εκτός κυκλώματος, αμέσως υποτάσσονται στον άκρατο κομματισμό, που εδώ και χρόνια έχει χωρίσει το υπουργείο σε «υμετέρους» και «αγνοουμένους» (ή και διωκομένους). 
Δεύτερον, υπάρχουν περιπτώσεις, όπου φαίνεται, ότι αποφεύγεται η γνώμη της νομικής υπηρεσίας, ιδίως αν αναμένεται ότι δεν θα δώσει στους πολιτικοποιημένους υπαλλήλους την νομική συμβουλή που θέλουν να ακούσουν τα πολιτικά αφεντικά τους. Αν η νομική υπηρεσία παραμερισθεί de factο, συμβουλή μπορεί να κληθεί να δώση άλλη («συγγενής») Διεύθυνση. Αλλά αν και αυτή δεν δώσει την επιθυμητή απάντηση, το κείμενο της θα «χαθεί» μέσα στο Υπουργείο, έστω και όταν ακόμη η εν λόγω απάντηση λεπτομερώς εξηγεί τους κινδύνους που κρύβει μια πρωτοβουλία για το εθνικό συμφέρον. Και αυτό το τελευταίο δεν είναι θεωρητικό παράδειγμα, μια και ζήσαμε κάτι τέτοιο προ ενός περίπου χρόνου. 
Και χάριν σχετικής πληρότητος αναφέρω, τέλος, και την εξαιρετική συναινετικότητα του υπουργείου – που μερικοί θα λέγανε φτάνει να ομοιάζει με υποτακτικότητα - στις επιθυμίες ξένων δυνάμεων. Αυτή βεβαίως συνδέεται με μακρά παράδοση που ξεκινάει από την ψυχροπολεμική περίοδο, αλλά, σήμερα, εκπηγάζει κυρίως από την πεποίθηση του (ή της) Υπουργού, ότι η διατήρηση καλών σχέσεων με μιά φούχτα ξένων πρέσβεων στην Αθήνα μπορεί να είναι «χρήσιμη» ... στον ίδιο ή την ίδια!
΄Ολ’ αυτά τα παραδείγματα, τα οποία στηρίζονται όχι σε υποθέσεις αλλά σε πληροφορίες ή γνώσεις, που προέρχονται από μια ολόκληρη ζωή στην πολτική, εξηγούν την Ελληνική εξωτερική πολιτική των τελευταίων δέκα ετών, μια πολιτική που μόνο μικρές αναλαμπές σαν το «Βουκουρέστι» μπορεί να επιδείξει. Αλλά που και αυτές δεν τις οφείλομε στο Υπουργείο των Εξωτερικών ή τους διπλωμάτες, μια και για το τι έγινε στο Βουκουρέστι οι διπλωμάτες αιφνιδιάσθηκαν όσο και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι, δεδομένου ότι η καίρια κίνηση ήλθε από το πρωθυπουργικό χέρι και κρατήθηκε μυστική μέχρι το τέλος. Μένομε, λοιπόν, με το λυπηρό συμπέρασμα, ότι η εξωτερική πολιτική μιας ολόκληρης δεκαετίας πιθανώς να κερδίζει τον τίτλο της πιο «μαύρης» περιόδου της διπλωματικής μας ιστορίας.
Απαγγέλλω το αυστηρό αυτό κατηγορητήριο, γιατί τα «διπλωματικά» χαρακτηριστικά, που περιέγραψα ανωτέρω δεν είναι μόνο άκρως υποτιμητικά για τους επαγγελματίες διπλωμάτες, αλλά και γιατί είχαν και ως συνέπεια να ενισχύσουν -και όχι να φρενάρουν, ως οφείλαμε να κάνουμε- την συνεχιζόμενη αύξηση του τουρκικού επεκτατισμού αλλά και της τουρκικής θρασύτητος εις βάρος μας.  Με άλλα λόγια, ο τρόπος διαμοφώσεως του εξωτερικού δόγματος της Χώρας δεν ήταν μόνο αυστηρά κομματοποιημένος αλλά και βλαβερός για την Χώρα.
Βεβαίως, δεν σας κρύβω, ότι με ευχαριστεί το γεγονός, ότι τελευταία η Τουρκία αποκαλύπτεται – σε μας αλλά και στους Αγγλοσάξωνες πάτρονές της - ως αδίστακτη, επεκτατική, και κομπλεξαρισμένη χώρα έναντι της Ευρώπης, αποδεικνύοντας στους εύπιστους συμπατριώτες μας, πόσο λάθος είχαν οι Αμερικανο-Τουρκόφιλοι «επιστήμονες» που περιτριγυρίζουν το Υπουργείο των Εξωτερικών και προσπαθούν μαζί του να μας πείσουν, ότι οι Τούρκοι ήσαν πάντα «ανεκτικά» αφεντικά και, ούτως ή άλλώς, έχουν αλλάξει. Επιτέλους, η αλήθεια αρχίζει να διαφαίνεται παρά τις «βαθυστόχαστες» τηλεοπτικές σαπουνόπερες, τις οποίες οι γείτονες χρησιμοποιούν ως «υποσυνείδητη προπαγάνδα», αντιλαμβανόμενοι σε τι χαμηλό διανοητικό επίπεδο έχουν κατεβάσει οι  τρεις ή τέσσαρες τελευταίες κυβερνήσεις την σκέψη μας, όσον αφορά στα εθνικά μας συμφέροντα.
Αδράνεια και υποτακτικότης, λοιπόν, αποτελούν τους κύριους πυλώνες της εξωτερικής πολιτικής με την (φρούδα) ελπίδα, ότι η Τουρκία μπορεί να εξευρωπαϊσθεί κάποτε και, ίσως ακόμη, να ανταποδόσει την αμέριστη υποστήρηξη που της δίνουμε από το 1999, έστω κι αν αυτό σημαίνει, ότι δεν ασκούμε τα κυριαρχικά μας δικαίωματα ή, θα μπορούσαν να ισχυρισθούν μερικοί, και τα παραδίδομε όχι απλώς αμαχητί αλλά χωρίς καν παζάρι.
Βεβαίως, οι τελευταίες εβδόμαδες περιέχουν μερικές ασθενείς ενδείξεις περί του αντιθέτου, ίσως γιατί οι δύο (νέοι) αρμόδιοι υπουργοί δείχνουν αυξημένη ευαισθησία στο τι γίνεται, ή μπορεί να γίνει, στον Ισραηλινο-Κυπριακό τομέα. Οι ενδείξεις, όμως, παραμένουν ακόμη «ασθενείς», κυρίως δεδομένου του πρωθυπουργικού «κομπλέξ»  έναντι της Τουρκίας.  Ο μόνος τρόπος για να «καταπιεσθεί» αυτό το κομπλέξ – που πηγάζει πιθανώς από το γεγονός, ότι η πολιτική που καταρρέει ήταν δική του εφεύρεση- είναι αν μεταβληθούν τα Αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή και αυτά ενθαρρύνουν – προς ίδιον όφελος – μια πιο τολμηρή αντίθεση προς την γείτονα.
Μέχρις στιγμής, όμως, όλα τα ανωτέρω δεν είναι μόνο λάθη, που δικαιολογούν στους Τούρκους την εντύπωση, ότι είμεθα πτωχευμένοι, διχασμένοι, ψυχολογικά εξουθενωμένοι. Είναι λάθη, τα οποία δικαιολογούν απόλυτα και την πεποίθηση, ότι η ώρα πλησιάζει, αφού μας αναγκάσουν σε υπερβολικές παραχωρήσεις στο Αιγαίο, να στρέψουν την προσοχή τους στην Ελληνική Θράκη και μια μέρα να την καταστήσουν ανεξάρτητο μουσουλμανικό κρατίδιο στα πρότυπα του Κοσυφοπεδίου ή της ΦΥΡΟΜ.
Για μένα, όμως, μια τέτοια εξέλιξη, όχι μόνο πρέπει να πολεμηθεί δι‘ όλων των μέσων, αλλά και να συνοδευθεί από την προειδοποίηση, ότι οι ημέρες πολιτικής, αν όχι και ποινικής, ευθύνης πλησίαζουν και ίσως, μάλιστα, όχι μόνο για τους πολιτικούς υπευθύνους, αλλά και για μια δωδεκάδα περίπου συνυπεύθυνους υπαλλήλους και μυστικο-συμβούλους του Υπουργείου των Εξωτερικών και του Πρωθυπουργού.
Προτού, όμως, φτάσομε σαυτό το στάδιο ίσως, ως πρώτο βήμα, πρέπει να είναι κάποιος τρόπος να καταστήσει ευρύτερα γνωστά τα ονόματα των σημαντικών αυτών παρασκηνιακών συμβούλων που συμμετέχουν στην εφαρμογή αυτής της θλιβερής εξωτερικής πολιτικής. Γιατί καιρός είναι να τρομάξομε μερικούς «σήμερα», ερευνήσομε μεθοδικά «αύριο» τι έπραξαν, και αν αυτές οι έρευνες δικαιολογούν περαιτέρω δικαστικές ενέργειες, ας προχωρήσομε αναλόγως ώστε να εδραιώσουμε μια απόλυτα  έννομη και εθνική συμπεριφορά για το «μεθαύριο».
Μόνο έτσι θα μάθουμε – ίσως – και πόσο αυτοί οι σύμβουλοι αμείφθησαν για τις υπηρεσίες των, από πού προέρχονται αυτά τα χρήματα, και αν οι παραλήπτες τους πληρώνουν τον αρμόζοντα φόρο. Και αν μας απαντήσει κανείς, ότι πολλά από αυτά τα ερωτήματα θα παραμείνουν αναπάντητα, λόγω των χαρακτηριστικών, που παρουσιάζουν τα «αμαρτωλά» και συνεχώς - φαντάζεται κανείς κρίνων από ενδείξεις - καταχρώμενα «μυστικά κονδύλια», τολμώ να προβλέψω ότι πλησιάζει η στιγμή όπου μερικοί από τους υπαλλήλους οι οποίοι έχουν διαχειρισθεί επί καθημερινής βάσης τα μυστικά κονδύλια για διαδοχικές κυβερνήσεις θα βρουν «ευφυείς τρόπους» να συνδράμουν στη δικαστική αποκάλυψη των σκανδάλων και γενικώτερα να ανταποκριθούν στην μάχη που δίδω (εγώ και άλλοι) για περισσότερη πραγματική διαφάνεια στον τομέα των κρατικοδίαιτων ιδρυμάτων, ΜΚΟ, και μυστικά αμειβομένων συμβούλων. Γιατί, όσο και αν έχει διαβρωθεί η πολιτική και δημοσιουπαλληλική ζωή, θέλω να πιστέυω ότι υπάρχουν ακόμη πολλοί τίμιοι πατριώτες, που υπηρετούν αυτή την στιγμή το κράτος και που στη κρίσιμη στιγμή θα βοηθήσουν την εξυγίανση.

Ποιά είναι η γνώμη σας για την τάση φιλελευθεροποιήσεως που βλέπομε να εμφανίζεται στην Βόρεια Αφρική και την Μέση Ανατολή και που καμμιά φορά αποκαλείται «Η Αραβική Άνοιξη»;
Το ερώτημα σας είναι ενδιαφέρον, αλλ’ εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθεί σε μικρό σχετικά χώρο και υπό μορφή μίας συνολικής απαντήσεως. Θα προτιμούσα, λοιπόν, ν’ αρχίσω με μερικές επιγραμματικά διατυπωμένες σκέψεις και μετά πάμε την συζήτηση ένα βήμα πιο πέρα.
            Πρώτον, η φράση «Αραβική Άνοιξη» είναι και επιγραμματική και αισιόδοξη. Και για τους δύο αυτούς λόγους είναι όμως, αν όχι εσφαλμένη, σίγουρα πρόωρη και υπερ-απλουστευτική.
Η φράση παραείναι αισιόδοξη γιατί, αν και η κατάσταση είναι σχετικά ήρεμη στην Τυνησία και στις δυτικότερα αυτής χώρες, είναι πολύ νωρίς να αισθανόμεθα σίγουροι για το πώς θα εξελιχθεί στην Αίγυπτο, στην Συρία και την Ιορδανία.
Περαιτέρω, η φράση πάσχει από το ότι είναι υπεραπλουστευτική. Τούτο, όπως υπαινίχθηκα, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν κάνει σαφείς διαχωρισμούς μεταξύ των διαφόρων χωρών, που παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, διαφορετικούς κινδύνους και, ως εκ τούτου, έχουν διαφορετικές προοπτικές.
            Δεύτερον, οι πιο επικίνδυνες και απρόβλεπτες καταστάσεις βρίσκονται στο Μπαχρέιν, στην Υεμένη και στην Σαουδική Αραβία (που σπάνια συζητείται σε λεπτομέρια, αλλά που παραμένει το πιο ευαίσθητο σημείο του παζλ).
            Τρίτο,  σ’ αυτές τις χώρες, αλλά και στη Συρία, η διαμάχη δεν αφορά στην επικράτηση δημοκρατικώτερων τάσεων και ομάδων αλλά αντιπροσωπεύει μια μάχη «μέσω αντιπροσώπων» (proxy war) μεταξύ της Αμερικής και του Δυτικού κόσμου αφενός, και του Ιράν αφετέρου. Για να το πούμε αλλοιώς: ο Ιρανικός κίνδυνος έχει μεταστραφεί τελευταία από «κίνδυνο πυρηνικών εξοπλισμών» σε «κίνδυνο επεκτάσεως της Ιρανικής σφαίρας επιρροής» σε όλη την Μέση Ανατολή με κύριο στόχο την αποσταθεροποίηση της Σαουδικής Αραβίας. Η μάχη που δίδεται στη Συρία αυτή την στιγμή αποτελεί προέκταση αυτού του φαινομένου.
            Τέταρτο, η εξάπλωση της Ιρανικής επιρροής στην περιοχή θα μεγαλώσει ανάλογα με το πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα στο Ιράκ. Εδώ, είτε παρατείνουν την στρατιωτική παραμόνη τους οι Αμερικανοί πέραν του τέλους του έτους, με μεγάλες δυνάμεις είτε διατηρήσουν συμβολική μόνο παρουσία μερικών χιλιάδων ανδρών, βέβαιο είναι ότι θα χάσουν. Γιατί μια τέτοια παράταση παραμονής στο Ιράκ, ίδιως σε προ-εκλογική για την Αμερική περίοδο, θα βλάψει τον Πρόεδρο Ομπάμα αλλά ούτε και θα μπορέσει στρατιωτικά να σταματήσει την αύξηση βίαιων επεισοδίων στη χώρα. Αντιθέτως, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιταχύνει την δίασπαση αυτής της χώρας και, με την σειρά του, να προκαλέσει Τουρκική επίθεση ή και προσάρτηση μέρους τουλάχιστον του Κουρδικού τμήματος της χώρας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι οι τουρκικοί βομβαρδισμοί στο Βόρειο Ιράκ ειναι πλεόν καθημερινό φαινόμενο.
            Πέμπτο, άγνωστο παραμένει το αποτέλεσμα, που θα έχουν όλες αυτές οι διαφορετικές συρράξεις πάνω στο Ισραήλ. Επί του παρόντος, αρκεί κανείς να πει ότι η χώρα αυτή αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να μεταβληθεί άρδην η γεωστρατηγική κατάσταση της περιοχής, που επι δεκαετίες της επέτρεπε να υπολογίζει στην ανεκτικότητα αν όχι και βοήθεια της Αιγύπτου, την παθητική στάση της Ιορδανίας και σ’ ένα αβέβαιο αλλά σχετικά ελεγχόμενο καθεστώς στην Συρία (εξαιρουμένης, βεβαίως, της δραστηριότητας της Χεζμπολάχ). Όλα αυτά τα προβλήματα υπάρχουν παράλληλα με το άλυτο Παλαιστινιακό πρόβλημα.

Χρήσιμα και ενδιαφέροντα όλ’ αυτά, αλλά, όπως είπατε, πρέπει να τα δούμε και από Ελληνικής σκοπιάς. Ή, για να το πω αλλοιώς, πώς όλ’ αυτά πως μεταφράζονται  στην Ελληνική πραγματικότητα;
Για να απαντήσομε σωστά σ’ αυτή την ερώτηση, νομίζω ότι πρέπει πρώτα απ’ όλα να δούμε πώς αυτές οι εξελίξεις επηρέασαν τις θέσεις και τις δυνατότητες δύο χωρών, που σχετίζονται με το μέλλον μας. Η πρώτη είναι η Αμερική, η δεύτερη είναι η Τουρκία.
Αμερική
Εκ πρώτης (μόνο) όψεως η Αμερική βγαίνει κερδισμένη απ’ αυτή την έκρηξη των κρίσεων στη Βόρεια Αφρική και την Μέση Ανατολή. Έτσι βλέπει το παλιό της εχθρό, τον Συνταγματάρχη Καντάφι, να οδεύει πρός το τέλος του. Ελπίζει, χωρίς όμως και να είναι βέβαιη, ότι η ίδια τύχη αναμένει τον Πρόεδρο Άσσαντ της Συρίας. Μέχρις στιγμής πέρασε ομαλά την κρίση της Αιγύπτου. Παρά τους ελλοχεύοντες κινδύνους, ελπίζει, ότι και η Σαουδική Αραβία έχει μπει, έστω και με αργότερους ρυθμούς, στον δρόμο της εκδημοκρατικοποιήσεως. Οι σχέσεις της με την Ρωσία και την Τουρκία της δίδουν ελπίδες, ότι μπορεί να κουμαντάρει το Ιράν μέχρις ότου – ελπίζει – και αυτό καταρρεύσει εκ των έσω. Η Ιορδανία δείχνει, ότι απέφυγε  - προς το παρόν - ανοικτή κρίση χάρη στις έγκαιρες πολιτικές αντιδράσεις του Βασιλέως της. Η Αμερική, επίσης, πιστεύει ότι κατόρθωσε ακόμη και το Ισραήλ να μισο-τιθασσεύσει, χωρίς βεβαίως, ακόμη να το έχει πείσει να κάνει σοβαρά βήματα μπροστά στο θέμα της ειρήνης με τους Παλαιστινίους. Όλ’ αυτά καθόν χρόνο η αποχώρηση από το Αφγανιστάν έχει γίνει δεκτή στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς κανείς να ομιλεί ανοικτά περί νέου Βιετνάμ. Αν δεν ήταν για τα απίστευτα οικονομικά χάλια, που πολλαπλοί πόλεμοι και η εσωτερική απληστία των Αμερικανικών στρατιωτικών και οικονομικών κατεστημένων, ο χαρισματικός Πρόεδρος των ΗΠΑ θα είχε κάθε λόγο να προσβλέπει στις επερχόμενες εκλογές με αισιοδοξία. Και, όμως, τα πράγματα δεν είναι όσο ρόδινα υποδηλοί η ανωτέρω εικόνα.
            Βεβαίως τον Καντάφι - ξεχνόντας ανθρωπιστικές αρχές που επικαλούνται επιλεκτικά μόνον οπότε τους βολεύει – Άγγλοι και Αμερικανοί τον έβγαλαν από την απομόνωση, που είχε περιπέσει λόγω των οπλισμών μαζικής καταστροφής που είχε. Η δημόσια εξήγηση που δόθηκε ήταν, ότι «λογικεύθηκε» και δέχθηκε να καταστρέψει τα όπλα του. Ο πραγματικός λόγος ήταν ο συνηθισμένος: η οικονομική λαιμαργία των πετρελαϊκών εταιρειών – πρωτίστως της ΒP.  Η εκκεντρική βαρβαρότης του δεσπότη ουδόλως θα επανήρχετο στην προσοχή του κοινού, αν δεν εξαπλωνόταν αναπάντεχα και στην χώρα του η γενική αναταραχή που ξέσπασε σ’ όλη την Βόρεια Αφρική, αιφνιδιάζοντας – ως πάντα συμβαίνει - τις καλοπληρωμένες αλλά όχι καλά πληροφορημένες κατασκοπευτικές υπηρεσίες των Δυτικών δυνάμεων.
Η Δύση έπρεπε να αντιδράσει, αλλά με τι αφορμή; Οι αδίστακτες αντιδημοκρατικές τάσεις του Καντάφι έπρεπε να ξανα-ανασυρθούν στην επιφάνεια, και μια και η Αμερική δεν είχε πλέον την δύναμη - οικονομική και ψυχική - να αναλάβει την ηγεσία του ιδιότυπου πολέμου, το ΝΑΤΟ και ο αναζητών διεθνή ρόλο και θαυμασμό Πρόεδρος Σαρκοζύ, ανέλαβαν το δαπανηρό (στρατιωτικά και διπλωματικά) έργο να ανατρέψουν τον βάρβαρο δεσπότη. Η στρατιωτική νίκη σε βάρος του ... βεδουίνου που ζούσε σε μια τέντα χρειάσθηκε καιρό, αλλά δεν μπορούσε παρά να ήταν, στο τέλος, αναπόφευκτη. Κατάντια όλ’ αυτά βέβαια, αλλά έπρεπε να γίνουν, ώστε η Δύση να βρεθεί στο πλευρό «των καλών» και, ταυτόχρονα, να μη χάσει το ποιοτικά εξαίρετο Λιβυκό πετρέλαιο! Πάλι, όμως, η σκέψη των Δυτικών περιορίσθηκε κυρίως στην πρώτη κίνηση. Την αβεβαιότητα του τι θα ακολουθήσει την πτώση του «διεφθαρμένου» δικτάτορα, δεδομένου ότι η χώρα του είναι πολλαπλώς διαιρεμένη, θα έπρεπε να αυτοσχεσιασθεί μετά. Μόλις τώρα, λοιπόν, αρχίζουν να σκέπτονται αυτά τα προβλήματα οι ανιδιοτελείς νικητές, και οι σοφώτεροι μεταξύ αυτών να διερωτώνται – ορθώς - πώς θα τελείωσει αυτή η περιπέτεια.
Η ίδια, αλλά σε έκταση πιο μεγάλη, ανησυχία ισχύει και για την Αίγυπτο, όπου το Αμερικανικό κατεστημένο παρακολούθησε και εδώ με αναποφασιστικότητα το αιγυπτιακό στρατιωτικό καθεστώς να οργανώνει έντεχνα μια δήθεν ... λαϊκή επανάσταση. Οι λαοί, όπως παντού στον κόσμο, είναι καλοί και άρα αθώοι. Έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση δεν κατάλαβαν πόσο άλλοι τους χρησιμοποίησαν για τους δικούς των σκοπούς. Εξ ίσου ενδιαφέρον είναι το γεγονός, ότι σχεδόν κανείς στον διεθνή τύπο δεν σχολίασε πόσο μικρό ποσοστό του συνόλου του Αιγυπτιακού λαού βγήκε πράγματι στους δρόμους.
Όλ’ αυτά δείχνουν, ότι η κρίση δεν πέρασε, ότι ο λαός δεν ηρέμησε, ότι το μουσουλμανικό στοιχείο παραμένει ισχυρό στην Αίγυπτο, ιδίως στον Νότο. Ούτε αποδεικνύουν αυτά τα γεγονότα, ότι ο στρατός δεν θα κάνει μια μέρα ο ίδιος απότομη στροφή προς ισλαμικές τοποθετήσεις για να διασώσει τα δικά του προνόμια. Κοντολογίς, είμεθα στην αρχή της δεύτερης πράξης αυτής της τραγωδίας και μας μένουν ακόμη όχι μια, αλλά δύο ή τρεις. Οι μόνοι, που έχουν καταλάβει αυτό το δράμα είναι οι Εβραίοι και, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μια και ανησυχούν εξ ίσου με το τι θα συμβεί, όταν η Συρία του Άσσαντ καταρρεύσει. Σίγουρα περιμένουν την στιγμή, που θα απαντήσουν με τον δικό τους τρόπο στον Πρόεδρο Ομπάμα, και – φοβούμαι – αλλοιώς στους εχθρούς της γειτονιάς τους.
            Για το κολοσσιαίο δίλημμα που ακόμη παραμένει στο Ιράκ για τους Αμερικανούς μίλησα ήδη. Μεγαλύτερο, όμως, ακόμη είναι το δράμα, που οι ίδιοι δημιούργησαν, τονώνοντας την αυτοπεποίθηση και τις φιλοδοξίες των Τούρκων πιστεύοντας ότι (α) είναι και θα παραμείνουν πιστοί των φίλοι και (β) ότι ως κράτος οδεύουν προς την δημοκρατία. 
Τουρκία- Ελλάς
Η λέξις κρίση στα Κινεζικά απαρτίζεται από δύο ιδεογράμματα: το ένα υποδηλοί πρόβλημα, το άλλο ευκαιρία. Θα ήθελα να πιστεύω ότι και τα δύο ισχύουν για την Χώρα μας. Φοβούμαι,  όμως, ότι τα πράγματα θα δείξουν πως η πρώτη λέξη αρμόζει σε μας. Η δεύτερη θα βγεί σωστή για την γείτονα! Εξηγούμαι.
            Η Τουρκία αυτή την στιγμή περιτριγυρίζεται από προβληματικές χώρες και έθνη: Συρία, Κούρδοι, Αρμένιοι, Ισραήλ, Τεχεράνη (με την οποία έχει ιδιότυπη συμμαχία), Έλληνες, του χεριού της μεν, φίλοι με το σημερινό καθεστώς αμφίβολον. Η Τουρκική θεωρία περί «μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές περιοχές» έχει γίνει μύθος, χωρίς να στηρίζεται σε πιστευτά δεδομένα. Κανείς, όμως, δεν εξετάζει και εκθέτει, πως αυτή η εξέλιξη υπονομεύει σοβαρά το νεο-οθωμανικό οικοδόμημα, το οποίο κατασκεύασαν οι Τούρκοι θεωρητικοί – κυρίως ο κ. Νταβούτογλου – για να στηρίξουν το σύγχρονο Τουρκικό επεκτατισμό. Λάθος αυτό. Μεγάλο λάθος.
Και, όμως, την Τουρκία συνεχίζουν να «κορτάρουν» όλες οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, γιατί βλέπουν πως ο νέο-οθωμανισμός κτίσθηκε αντλώντας δύναμη από ένα μακρύ (αλλά υπερβολικά ωραιοποιημένο) παρελθόν, βασίζεται σε μια άριστη διπλωματία, έχει τελειοποιήσει το πολυγαμισμό στην εξωτερική πολιτική στο άκρον αώτον της πολιτικής ανηθικότητας, και κατευθύνεται από πολιτικούς που σε αυτοπεποίθηση, φαντασία, γεωγραφική απληστία, και μη διστακτικότητα  υπερβαίνουν ό,τι μπορεί να βρει κανείς στην διεθνή πολτική σκηνή.
Με αυτά τα προικιά, λοιπόν οι Τούρκοι έχουν αποκτήσει ρόλο στην Λιβυκή κρίση, κρατούν στενές σχέσεις με την νέα Αίγυπτο (πράγμα που, μεταξύ άλλων, δυσκολεύει κι εμάς στο θέμα της οριοθετήσεως της ΑΟΖ), συμπαρίστανται στο Ιράν και, όμως, έχουν πείσει τους Αμερικανούς ότι μόνον αυτοί μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματα της Μέση Ανατολής. Όσες χώρες τους προκαλούν προβληματάκια, είτε τις υβρίζουν σκαιά είτε δεν τις αναγνωρίζουν. Αναφέρομαι, βεβαίως, στην Κύπρο.
            Σ’ αυτό το σκηνικό κινούμενοι, οι Τούρκοι βγαίνουν κερδισμένοι από την παρούσα αβεβαιότητα στην περιοχή και είμαι βέβαιος, ότι ετοιμάζονται να μας καταφέρουν κάποιο βαρύ χτύπημα, αν και όταν αρχίσουν οι Κυπριακές γεωτρήσεις στο Κυπριακο-Ισραηλινό ΑΟΖ. Οι διαρρέουσες κατά καιρούς Αμερικανικές δηλώσεις, ότι οι ΗΠΑ δεν θα ανεχθούν Τουρκικές επεμβάσεις στις «νόμιμες» Κυπριακές ενέργειες είναι, κατά την γνώμη μου, αμφίβολης αξίας.
            Βεβαίως, αν αυτές οι δηλώσεις όντως αντιπροσωπεύουν την παρούσα Αμερικανική σκέψη, τότε αποτελούν κάτι τι το σοβαρό, και, για τους Ελληνοκυπρίους, ευπρόσδεκτο γεγονός. Τονίζω όμως το αν γιατί (α) η Αμερικανική εξωτερική πολιτική εκφράζεται κατά τρόπο «πολυφωνικό», δηλαδή διαφορετικά, εξωτερικεύοντας τα συγκρουόμενα πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά και κατασκοπευτικά συμφέροντα της χώρας και (β) γιατί, ό,τι και αν διακηρύσσει σήμερα η Αμερική, μπορεί πάντα αύριο να αλλάξει γνώμη, ιδίως αν η κρίση ενταθεί και η Τουρκική ηγεσία δείξει - ως εγώ πιστεύω ότι είναι λίαν πιθανό - μεγαλύτερη αδιαλλαξία αλλά και διπλωματική προετοιμασία και διορατικότητα από την Αμερικανική. Γιατί η ιστορία το αποδεικνύει σαφέστατα, ότι αυτός που κερδίζει μια σύγκρουση – στρατιωτική ή μη - δεν είναι αυτός που έχει τα καλλίτερα και περισσότερα όπλα, αλλά αυτός που είναι πιο αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει ό,τι έχει, μέχρις ότου επέμβει το περίφημο (και συνήθως αναποφάσιστο) Συμβούλιο Ασφαλείας, για να σταματήσει την σύγκρουση.
Τη στιγμή αυτή, αυτό που θα κρίνει, τι είδους τελική «ειρήνη» θα επιτευχθεί,θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από (α) το  πόσο ειλικρινής είναι η υποστήριξη φίλων και (β) τι εδάφη, νησιά ή άλλα πλεοντεκτήματα έχουν αποκτήσει οι αντιμαχόμενοι κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να καταστεί αναγκαίο για την Ελλάδα να ανοίξει και δεύτερο μέτωπο επιχειρήσεων, αν αυτό διευκολύνει την απόκτηση διαπραγματευτικών πλεονεκτημάτων.
            Και η Χώρα μου που στέκει σ΄όλα αυτά;
Η διπλωματική γλώσσα απαιτεί να πω, όπως είπε πρόσφατα ένας φίλος δημοσιογράφος στο «Βήμα», ότι είναι καλά προετοιμασμένη ή, εν πάση περιπτώσει, πιο καλά ετοιμασμένη από ό,τι ήταν για τα Ίμια. Αυτή η δεύτερη εκδοχή δεν μου αρέσει μια και στη κρίση των Ιμίων δεν μπορούσαμε να είχαμε μεγαλύτερη έλλειψη συντονισμού μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών. Επί πλέον, παρά τα όσα έχουν γραφεί, προσωπικά δεν έχω πεισθεί ότι οι Αμερικανοί δεν εγνώριζαν την επικείμενη κατάληψη των μικρών Ιμίων από τους Τούρκους, που απετέλεσε την αρχή του τέλους αυτού του τραγικού επεισοδίου για την Χώρα μας και οδήγησε, μέσω Μαδρίτης και Ελσίνκι – τραγικές για μένα στιγμές της σύγχρονης Ελληνικής διπλωματικής ιστορίας, με τις οποίες συνδέονται και ο κ. Σημίτης και ο κ Πάγκαλος και ο κ. Παπανδρέου– στην δημιουργία των «γκρίζων ζωνών», που ακόμη μας παιδεύουν.
Να προσθέσομε τότε την ελαφρώς διαφαινόμενη Αμερικανική υποστήριξη, περί της οποίας ήδη εγένετο λόγος; Ίσως, αλλά με τις σοβαρές επιφυλάξεις που ανέφερα ανωτέρω, αλλά και με την βεβαιότητα, ότι και αν ακόμη οι Αμερικανοί φανούν, ότι μας υποστηρίζουν στην αρχή οποιασδήποτε διενέξεως – όχι βέβαια γιατί μας αγαπάνε αλλά γιατί η εταιρεία που κάνει τις γεωτρήσεις είναι δική τους και αναμένουν να τους αποφέρει πολλά κέρδη – πάλι θα στραφούν προς την Τουρκία, και αν ακόμη αντετάχθησαν πολεμικά προς αυτήν στην αρχή της όποιας ρήξεως, για να ξανα-ανακτήσουν γέφυρες με αυτήν, όταν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις τερματισμού της συγκρούσεως στα Ηνωμένα Έθνη.
Όλα αυτά, λοιπόν, μας αφήνουν με μια μόνον πηγή συγκρατημένης αισιοδοξίας – την εγγύηση των Ισραηλινών ένοπλων δυνάμεων - αν όντως αυτή έχει δοθεί. Διότι αυτές μόνες, με δυο λόγια, είναι οι μόνες που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να ανακηρύξομε και εμείς την ΑΟΖ μας, μαζί με τους Κυπρίους και Ισραηλινούς. Κάτι τέτοιο, όμως, θα ήταν θεωρητικά δυνατό, μόνο εφόσον το Ισραήλ παραμένε πεπεισμένο, ότι οι σχέσεις του με την Τουρκία δεν μπορούν να βελτιωθούν, ως διαφαίνεται επί του παρόντος, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες της Κυρίας Κλίντον. 
Αυτή, όμως, η βάσις οικοδομήσεως εξωτερικής πολιτικής, εξαίρετη μεσοπροθέσμως, δεν είναι ασφαλής για την Ελλάδα μακροπροθέσμως, δεδομένου ότι είναι φυσικό, αργά η γρήγορα, μια μεγάλη δύναμη όπως το Ισραήλ να «τα βρει» στο τέλος με μια εξ ίσου μεγάλη (σχεδόν) γειτονεύουσα δύναμη, δηλαδή την Τουρκία.
Η δυσχέρεια που αντιμετώπίζω με αυτό το ενδεχόμενο οφείλεται στο γεγονός ότι το πολυγαμικό παιχνίδι το παίζουν όλες οι κυβερνήσεις εκτός των ... «εξηρτημένων». Σε μια τέτοια κίνηση, εμείς πώς θα απαντούσαμε σε μια τέτοια μεταβολή, ιδίως εάν εν τω μεταξύ είχαμε χάσει την παραδοσιακή εμπιστοσύνη που μας έχουν οι Άραβες, λόγω της στενής συμμαχίας με το Ισραήλ, μια και είμαστε ασυνήθιστοι στην πρακτική της πολυγαμικής πολιτικής, που θα μας επέτρεπε να διατηρούμε καλές σχέσεις και με το Ισραήλ και με τον Αραβικό κόσμο; Ευτυχώς, όμως, η απάντηση, που μου λείπει, δεν απαιτείται αυτή την στιγμή!
Περιττόν να προσθέσω, ότι αναφέρω τα ανωτέρω, μόνον γιατί γίνεται αυτό το καιρό συχνή μνεία στον τύπο περί Αμερικανικής στατιωτικής αντιδράσεως σε τυχόν τουρκική χρήση βίας. Κατά την γνώμη, όμως, κάλλιστον όλων  παραμένει η ορθή διπλωματική προετοιμασία για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, διά της προσθήκης σε υπάρχοντες υποστηρικτές και άλλων νεωτέρων, ώστε ο κίνδυνος διπλωματικής απομονώσεως να αποφευχθεί. Η συνετή, όμως, αλλά συνάμα ορθολογιστική προσέγγιση αυτού του θέματος δεν σημαίνει, ότι αυτό που διακυβεύεται στην Ανατολική Μεσόγειο είναι εξαιρετικά σημαντικό, ώστε να απαιτεί παράλληλα με τη διπλωματική προετοιμασία και προσεκτική μελέτη της στρατιωτικής πλευράς του προβλήματος.

Μας παρουσιάσατε πολλές και διάφορες πτυχές της «Αραβικής κρίσεως» και μας υποδείξατε πλευρές, που εφάπτονται των Ελληνικών προβλημάτων. Αν σας ζητούσα, τώρα, να μας διατυπώσετε πώς, ως διανοούμενος,  νομίζετε, ότι πρέπει να προσεγγίζουμε αυτά τα θέματα, για να εκτιμούμε καθημερινά τι συνέπειες που μπορεί να έχει για μας αυτό το συνεχώς εναλασσόμενο τοπίο. Τι θα μας συμβουλεύατε;
            Θα άρχιζα με μια διάκριση, ερωτώντας ποίος ζητεί τη συμβουλή μου;
            Ένας αναλυτής που συμβουλεύει μια κυβέρνηση πρέπει να συγκεντρώνει την προσοχή του στους κινδύνους και της ευκαιρίες που η εξεταζόμενη γεωπολιτική κρίση δημιουργεί για την χώρα που τον συμβουλεύεται.
Ο αναλυτής που συμβουλεύει ένα κόμμα, έχει υποχρέωση να προσπαθήσει να μαντεύσει τις πολιτικές επιπτώσεις, που μπορεί αυτή η κρίση να έχει για το κόμμα του και το αρχηγό του, ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί και αναλόγως να προετοιμάσει τις ενδεχόμενες κομματικές και εκλογικές αντιδράσεις, ώστε να μη βρεθεί ο αρχηγός του κόμματος αιφνιδιασμένος ή χάνοντας την πρωτοβουλία αντιδράσεων.
Τέλος, ο θεωρητικός και ανεξάρτητος ερευνητής πρέπει να συγκεντρώσει τα αποδεδειγμένα στοιχεία, να σταθμίσει αυτά, που παραμένουν ασαφή, και μετά να επιχειρήσει όσο μπορεί πιο πρωτότυπη ανάλυση των δεδομένων και τούτο για δυο λόγους.
Πρώτον, γιατί ως πρωτότυπος επιστήμων πρέπει να αποφεύγει όσο μπορεί τον πειρασμό να επαναλαμβάνει τετριμμένες αναλύσεις, ιδίως δημοσιογραφικές απλουστεύσεις. Δεύτερον, γιατί σε περιπτώσεις μεγάλων κρίσεων το απρόβλετο γίνεται ο κανών. Για να δει, όμως, κανείς και να εκτιμήσει ορθά αυτό που εξ ορισμού είναι απρόβλεπτο, χρειάζεται φαντασία, πείρα και θάρρος.
 Φαντασία, για να πλησιάσει αυτό, που ούτε διαφαίνεται. Πείρα, που να του επιτρέψει να αναλύσει ορθά όχι μόνον τα δεδομένα γεγονότα αλλά και την ψυχολογία την ανθρώπινη, τόσο των πρωταγωνιστών της παρούσης κρίσεως, όσο και των χαρακτηριστικών της φυλής των. Θάρρος, τέλος, απαιτείται, γιατί μιας και γίνει η σύνθεση που ανέφερα και καταλήξει στο αποτέλεσμα του, ο πραγματικός ερευνητής πρέπει να είναι και έτοιμος να δεχθεί, ότι μπορεί να πέσει έξω. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν πρέπει να τον απασχολεί. Γιατί μόνο αυτός, που είναι έτοιμος να πάρει ρίσκα στην ζωή, μπορεί να βγει και δικαιωμένος, όταν προβλέπει πράγματα που οι πολλοί ούτε καν μπορούν να φαντασθούν.
            Τις ανωτέρω ιδέες τις προσφέρω ως τροφή για περαιτέρω λογισμό και όχι ως αμετάκλητες αρχές. Επί πλέον, δεν σημαίνουν ότι οι τρεις ανωτέρω- αναφερθέντες παρατηρητές κατ΄ ανάγκη θα καταλήξουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Απλώς αποδέχομαι το ενδεχομένο διαφορετικών αξιολογήσεων, δεδομένου του διαφορετικού σημείου, απ’ όπου έκαστος ξεκινά την προσπάθειά του. Ιδεατά, όμως, ο συνδυασμός όλων αυτών των σκέψεων θα μας δώσει τελικά την θεωρητικά πιο πλήρη ανάλυση του προβλήματος.

Να πάμε τώρα στην ηθική κρίση, που ξέρω, ότι θεωρείτε και την πιο καίρια; Ποιές από τις συνέπιες της σας ενοχλούν περισσότερο;
Η ηθική κρίση μαστίζει την Χώρα, κατά την γνώμη μου, όσο ποτέ στην ιστορία της. Το φαινόμενο ακουμπάει, για λόγους που εξήγησα ανωτέρω (αλλά και για πολλούς άλλους που θα αφήσομε για άλλη συνέντευξη), και μεγάλο τμήμα – όχι, όμως, όλο - των ΜΜΕ, τους δημόσιους υπαλλήλους, τους εργατοπατέρες, τους δικαστές. Ο κύριος  ένοχος, όμως, είναι ο πολιτικός κόσμος της μεταπολιτεύσεως που, με λίγες εξαιρέσεις, χρειάζεται να αποχωρήσει εθελούσια ή μετά απο «δαγκωτό μαύρισμα» στις προσεχείς εκλογές.
Και εκλογές πλησίαζουν γιατί είναι αναπόφευκτες. Το είπα αυτό στον Χριστουγεννιάτικο φύλλο του «Ελεύθερου Τύπου» και μάλιστα, τις συνέστησα παρ’ όλο που ήξερα - και γνωρίζω - πόσο τρομάζουν μερικούς. Αλλά το έγραψα τότε και το επαναλμβάνω τώρα, και γιατί πιστεύω ότι αυξάνουν οι πιθανότητες να μας δώσουν «καθαρή» λύση αλλά και γιατί και αν ακόμη αυτό δεν συμβεί μια νέα –ελπίζω πολιτικά ανανεωμένη Βουλή – θα διευκόλυνε τις πιθανότητες συνεργασίας κάποιου είδους εφ΄ όσον απαρατίζετο εν πολλοίς από νέα πρόσωπα που, επαναλμβάνω, χρειαζόμεθα επειγόντως. 
Εν όψει των ανωτέρω, εκφράζω ανεπυφύλακτα την γενική καθημερινώς αυξανόμενη δυσαρέσκεια με τις πολιτκές αυτής της διχασμένης κυβερνήσεως. Γιατί όμως μια τέτοια αυστηρή καταδίκη; Ιδού τρεις γενικοί λόγοι.
Γελοιοποίηση της Χώρας στο εξωτερικό.
Η κυβέρνηση και, μάλιστα, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός κατ΄ επανάληψη αναφέρθηκε στις Ελληνικές συνήθειες και στην αναποτελεσματικότητα των Ελληνικών υπηρεσίων (πχ, της Στατιστικής και Φορολογικής Υπηρεσίας). Στην αρχή, οι ξένοι τον πίστευαν, ιδίως γιατί δεν ήταν δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς την αναποτελεσματικότητα και αναβλητικότητηα της δεύτερης – κυρίως - κυβέρνησης Καραμανλή. Το τελευταίο χρόνο, όμως, η εικόνα της πατρίδας μας στο εξωτερικό έχει ματαβληθεί σε τραγική και ένας λόγος, που έχουμε κατέβει πάρα κάτω στην εκτίμηση των ξένων, είναι γιατί πια δεν μας πιστεύουν σε ό,τι υποσχόμεθα. Να πώς διατύπωσε την ίδια σκέψη η Καθημερινή τις 20 Αυγούστου αυτού του έτους.
Η κυβέρνηση ανέλαβε τον περάσμενο Ιούλιο «να μειώσει τις δαπάνες και να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις για τις οποίες δεσμεύθηκε. Τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει. Οι συγχωνεύσεις μαζί με τη μείωση προσωπικού πάνε όλο και πιο πίσω όπως και το ενιαίο μισθολόγιο, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και πολλά άλλα μέτρα... Σύντομα οι εταίροι και δανειστές μας θα αντιληφθούν ότι, παρά το δεύτερο πακέτο διάσωσης, το ελληνικό πολιτικό σύστημα και ο κρατικός μηχανισμός λειτουργούν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Η υπομονή τους εξαντλείται, ενώ η επιδείνωση της διεθνούς κρίσης κάνει την κατάσταση πολύ επικίνδυνη.»
Η εσωτερική απογοήτευση
Μικροί και μεσαίοι αγωνιούν να τα βγάλουν πέρα οικονομικά. Κάποτε όλοι αυτοί πίστευαν στη κυβερνητική «πιπίλα», ότι «διεφαίνετο φως στο τέλος της σήραγγας». Τώρα, όλοι γνωρίζουν, ότι η κυβέρνηση ψεύδεται ή αδυνατεί να βρει λύσεις και καταφεύγει σε μη πιστευτές προβλέψεις. Μετά την ανακοίνωση, ότι το χρέος μεγαλώνει, το ΑΕΠ μειώνεται και θα συνεχίζει να παρουσιάζει σημαντική πτώση στο άμεσο μέλλον, νέα μέτρα ίσως θα πρέπει να ανακοινωθούν σύντομα, είναι αμφίβολο αν θα μπούμε στις αγορές το 2012, δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για σήραγγες! Η εικόνα που μας ταιριάζει είναι ένας μόλις διαφαινόμενος ηλεκτρικός διακόπτης στον τοίχο ενός μισοφωτισμένου δωματίου. Όσο κατευθυνόμεθα προς τον διακόπτη για να ανάψομε το φως, τόσο ο διακόπτης απομακρύνεται ... μόνος του! Σε εξήγηση του δυσεξήγητου φαινομένου, η πρωθυπουργική προπαγάνδα εντείνεται, ο πειθήνιος τύπος κάνει ό,τι μπορεί να μας πείσει ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά κανείς πλέον δεν πιστεύει. Γιατί  τα ψέμματα πια αναγνωρίζονται από μακρυά. Η ανικανότης, η  έλλειψη συντονισμού – το φόρτε το Πρωθυπουργού - διαφαίνονται παντού, ενώ η λαϊκή πρόθεση να τον «συγχωρέσει», τουλάχιστο προσωπικά μια και, εν αντιθέσει με τον προκατόχο του στο Μαξίμου, αυτός τουλάχιστο, τρέχει, ταξιδεύει, και, γενικά, προσπαθεί, δεν υπάρχει πια. Ο Πρωθυπουργός ο ίδιος έχει πια ταυτισθεί με την καταστροφή και οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν με εμμονή. Γιατί;
            Γιατί δεν είναι μόνο οι στερήσεις, που κάνανε το κόσμο να υποφέρει. Είναι και το γεγονός, ότι βλέπουν όσους πιστεύουν οτι «τα φάγανε» να μένουν ατιμώρητοι. Βλέπουν, ότι  αλλεπάλληλες υποσχέσεις για κάθαρση είναι λόγια του αέρα. Βλέπουν τα κόμματα να καλύπτει το ένα το άλλο - «μη διώξεις τον Α υπουργό μου (εκτός αν ανήκει στο απώτερο παρελθόν) και εγώ, με την σειρά μου, δεν θα πειράξω τον δικό σου Β.» Η ηθική αποχαύνωση έχει λοιπόν φτάσει στο υπέρτατο βαθμό.
Και, όμως, στην υποπτευόμενη απάτη πρέπει προσθέσομε υποκρισία. Μια και  υπάρχουν και αμαρτωλοί (ή και αμαρτωλές) που στην σταδιοδρομία τους προσωποποίησαν το κομματικό και πελατειακό σύστημα όσο λίγοι και, όμως τώρα μας λένε «άλλαξα και γι αυτό σου ξαναζητώ την ψήφο σου». Αυτοί είναι οι ίδιοι που ζητούν κυβέρνηση συνεργασίας, ώστε να τρυπώσουν κάπου και οι ίδιοι και να επιβιώσουν πολιτικά, αφού αισθάνονται την λαϊκή αντιπάθεια που στρέφεται προσωπικά εναντίον τους.
Οι προπηλακισμοί που γίνονται όλο και περισσότερο συχνά δεν είναι, κατά την γνώμη μου, πράγματα ούτε Ελληνικά ούτε σύμφωνα με το δημοκρατικό αίσθημα. Είναι, όμως, αντιδράσεις που κάποιος πρέπει τουλάχιστον να προσπαθήσει να τις καταλάβει και όχι απλώς, χωρίς σκέψη, να τις επιρρίψει στον κ. Τσίπρα. Γιατί, στην ουσία, είναι σύμπτωμα βαθειάς απελπισίας, μαύρης αγωνίας, γιατί αυτή η κυβέρνηση  - και η προηγούμενη βεβαίως, γιατί και αυτήν δεν πρέπει να ξεχνάμε - στέρησαν σε πολλούς όχι μόνο τα προς το ζην, όχι μόνο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά και το αναφαίρετο και θαυμάσιο δώρο να τρέφει κανείς όνειρα για το μέλλον. Γιατί τον άνθρωπο, που του αποστερείς το δικαίωμα να ονειρεύεται, ουσιαστικά τον σκοτώνεις. Για μένα, μόνον έτσι εξηγείται το άνευ προηγουμένου στα Έλληνικα χρονικά φαινόμενο, δεκάδες χιλίαδες μη πολιτικοποιημένοι πολίτες να στέκονται στην πλατεία Συντάγματος και να μουτζώνουν το...Κοινοβούλιο! Ο Έλληνας μπορεί στα τελευταία δύο, πέντε, δέκα χρόνια να άκουσε απύθμενες ανοησίες, αλλά τα λογικά του δεν τα έχασε ακόμη. Ξέρει ακόμη να ξεχωρίζει τους απατεώνες και δεν μένει πια παρά να βρεθεί ο τρόπος να τους τιμωρήσει.
            Αλλά δεν είναι μόνο οι μικροί και συνταξιούχοι που αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι. Ακόμη και οι μικρο-αστοί αλλά και οι μεγαλο-αστοί, εκ φύσεως νωθροί όσον αφορά πολιτικές διαμαρτυρίες ή και οπορτουνιστές, όταν έρχεται η ώρα της ψήφου, αρχίζουν να δυσανασχετούν και να το μισοδείχνουν. Γιατί, αρχίζουν και αυτοί να βλέπουν την ανεργία να ανεβαίνει και να πλήττει τον ιδιωτικό τομέα και, όμως, παρακολουθούν τους πολιτικούς της κυβερνήσεως – αλλά ίσως και άλλων κομμάτων - να σαστίζουν μπροστά στην ιδέα να απολυθεί ένας, έστω ένας, υπεράριθμος υπάλληλος του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
            Ασυνέπεια, ψέμμα, προπαγάνδα, φτώχεια, αυξανόμενες διαφορές πλούτου, καμμία προσπάθεια να προσελκυσθούν οι πλούσιοι με φορολογικά κίνητρα αλλά -και κυρίως- με την καθιέρωση ενός σταθερού φορολογικού καθεστώτος, αντί με κενά λόγια  - «φέρτε πίσω τα λεφτά σας».
Μα, πουθενά δεν μπορούν οι κυβερνώντες να βρουν αν όχι την λύση, τουλάχιστο τον κοινό νου σ΄ ό,τι λένε;
Η πολιτική ως εποικοινωνιακή τέχνη και όχι ως επιστήμη χρηστής διακυβερνήσεως μιας πολιτείας
Τι άδικος που γίνομαι με την τελευταία φράση μου!
Βεβαίως, η κυβέρνηση έχει βρει μια λύση, μια σούπερ λύση, μια λύση που ευχαριστεί τον κόσμο. Η λύση είναι εύκολη, είναι τόσο προφανής που κανείς προηγουμένως δεν την είχε σκεφθεί. Κάθε ένα-δυο μήνες, η κυβέρνηση «σώζει το κόσμο»,«σωζει την Ελλάδα», «ξαναδίδει ανάσα» - η φράση της μόδας - στον καταπιεσμένο πολίτη, που πρώτα τον τρελλαίνει με καταθλιπτικά νέα, βάζει όλους τους «σοφούς» της να του πούνε, ότι νέα μέτρα πρέπει να ληφθούν, επιτίθεται στον Αρχηγό της Αντιπολιτεύσεως, γιατί δεν συναινεί με την επέκταση αποτυχημένων μέτρων, και μετά ... σώζει τον απέλπιδα λαό. Ω! Τι αγαλλίαση να έχεις την τύχη να σε κυβερνά ένα κόμμα με το μοναδικό ταλέντο να σε σώζει ξανά και ξανά και ξανά από του κακού την σκάλα! Έτσι, μόνο κατά το τελευταίο διάστημα, η κυβέρνηση μας έσωσε το Μάρτιο, τον Ιούλιο και, τώρα, πάμε θριαμβευτικά και για τον Σεπτέμβριο!
Βεβαίως όλη αυτή η αξιέπαινος προσπάθεια χρειάζεται και την βοήθεια των ξένων φίλων. Πάντα οι Ευρωπαίοι θα μας κάνουν την ζωή δύσκολη, μια και οι ίδιοι είναι ασυντόνιστοι, αλλά θα πούνε, στην κατάλληλη στιγμή, και τον καλό τους λόγο, εφόσον δεν κοστίζει τίποτα! Πάντα θα μας βρούνε τα λεφτά σαν «συνεταίροι» που είναι, έστω και αν μας τα δανείζουν πιο ακριβά απ΄ ό,τι τα δανείζονται αυτοί οι ίδιοι. Στο κάτω-κάτω ο Γερμανός γι΄αυτό δεν γεννήθηκε; Για να εργάζεται σκληρά και να βοηθά τον αδελφό του Νότου; Τι ενοχλητική η κυρία Μέρκελ να αρνείται να καταλάβει τέτοιες απλές αλήθειες! Μόνο ο πολιτικός της μέντορας, ο πρώην Καγγελάριος Χέλμουτ Κολ, είχε πρόσφατα το θάρρος να πει, ότι αν ήταν αυτός στη εξουσία, όταν η Χώρα μας ζήτησε να μπει στο ευρώ, θα το είχε αρνηθεί.
Όμως, δεν είναι όλα αυτά καλά πράγματα. Δεν είναι ένδειξη μοναδικής ευφυΐας από μέρους μας, να κάνομε το πρόβλημα μας πρόβλημα όλης της Ευρώπης. Δεν είναι απάντηση να πείσομε τους ξένους να εργάζονται σκληρά, ώστε τα πολιτικά κόμματα μας να μπορούν να δίδουν και στο μέλλον δουλειά στους φίλους τους είτε το αξίζουν είτε όχι. Δεν είναι σωστό, όταν μας λένε να απολύσομε και μερικούς από τους υπεραρκετούς, που απασχολούμε χωρίς να εργάζονται, στον δημόσιο τομέα, να συμφωνούμε μεν αλλά μετά να μην εκτελούμε τα υπεσχημένα. Ή, όπως κάναμε πρόσφατα, να προσλαμβάνομε άλλους 24.000 δασκάλους, αλλά με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ή αόριστου χρόνου ώστε να τους ξεγελάσομε με τισ στατιστικές μας ότι ο αριθμός των απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα παραμένει...χαμηλός!  Και όμως να η εξήγηση γιατί, παρά τις τόσες θυσίες τόσοων, τα έξοδα δεν παύουν να αυξάνονται...
Και αν κάποτε οι ξένοι καταλάβουν, ότι τους ξεγελάμε συστηματικά; Βρε Έλληνες είμεθα!... Θα βρούμε άλλο τρόπο να τους ξανα-γελάσομε. Μόνο τώρα, δεν θα κάνομε απολύσεις, θα κάνομε μετατάξεις. Και για να μη μας πει κανείς, ότι τελευταία καταλήξαμε να χρησιμοποιούμε υπερβολική βία εναντίον διαμαρτυρομένων πολιτών – πράγμα που συνέβη και ανάγκασε τον Πρόεδρο των Αστυνομικών Υπαλλήλων να ζητήσει δημόσια συγγνώμη στις 30 Ιουνίου αυτού του έτους για τον τρόπο που λειτούργησε η αστυνομία - θα τους δείξομε πόσο μας απασχολεί η δημοκρατική διαχείριση των κοινών, με το να τους βοηθήσομε να αρχίσουν μια ατέρμονα συζήτηση συνταγματικών μεταρριθμήσεων. Μα τον πεινώντα, εκείνο που τον απσχολεί περισότερο είναι πως να φάει. Και όχι, αν ο κ. Παπούλιας έχει εκ του Συντάγματος αρκετές εξουσίες, ώστε να συγκρουσθεί με τον πρωθυπουργό. Υποκρισία λοιπόν, κοντά στα άλλα προσόντα που ξέχασα να μνημονεύσω, όταν ανέφερα όσα ήδη ξέρουμε.
            Όπου και αν κοιτάξει κανείς, βρίσκει παραδείγματα αδικίας, περιπτώσεις που το κράτος δεν δουλεύει ατιμωρητί, που οι υπάλληλοι του φέρονται ανεδώς στους πολίτες, ενώ είναι δουλειά τους να εξυπηρετούν, αύξηση του παρακράτους, με συνέπειες που σίγουρα θα γευθούμε σύντομα, δουλική γονυκλισία σε όποιον μας θυμίσει πόσα οφείλομε στην Δύση στην οποία ένα μεγάλο αφεντικό μας είπε κάποτε, ότι «ανήκομε» - όχι «πιστεύομε». Αχ, πως οι λέξεις προδίδουν τι πραγματικά εννοούμε και όχι τι νομίζομε ότι λέμε!
            Γιατί, απ΄ όλο αυτόν το μακρύ κατάλογο ξεχώρισα τρεις μόνο λέξεις; Γιατί σκεφτόμουνα, ποια από αυτά τα παράπονα έπρεπε να εξειδικεύσω, ώστε να μη μου πει κανένας αναγνώστης, ότι αδίκως κατηγορώ την κυβέρνηση. Και όμως ιδού, σήμερα 25 Αυγουστου 2011, καθώς γράφω το πρώτο σχέδιο αυτού το δοκιμίου, εκτελών ταυτοχρόνως τα πανεπιστημιακά μου καθήκοντα στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, διαβάζω στο διαδίκτυο τις ακόλουθες γραμμές σ’ένα άρθρο σε μία εφημερίδα φίλα προσκείμενη στον κ. Παπανδρέου – το Βήμα – υπό τον τίτλον «Σιγά η Εφορία Κοιμάται...». Παραθέτω λίγες μόνον φράσεις, από το κατηγορητήριο που έντεχνα «τραυματίζει» ακόμη και τον νέον Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως  (και προϊστάμενο της φορολογικής υπηρεσίας). Ο δημοσιογράφος μας πληροφορεί: 
«οι 34 μεγαλύτερες εφορίες που θεωρητικά καλύπτουν το 70% των εσόδων παρουσιάζουν μηδενικό σχεδόν έργο... Στις περισσότερες από αυτές, κατά μέσο όρο κάθε υπάλληλος έκανε μόλις ένα έλεγχο το μήνα. Αποδοτικότητα, δηλαδή, σχεδόν μηδέν.. Την ώρα δηλαδή που το υπουργείο Οικονομικών καίγεται κυριολεκτικά για να καλύψει το στόχο των εσόδων, την ώρα που οι πάντες διακηρύσσουν, ότι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αποτελεί πρωταρχικό στόχο, η κατάσταση πάει από το κακό στο χειρότερο.»
Αυτά, νομίζετε, ότι δεν τα γνωρίζει η Τρόϊκα; Και αν ακόμη δεν τα γνωρίζει, είναι συμβατά με το γεγονός ότι δώσαμε τον λόγο μας να εκτελέσομε ορισμένες υποχρεώσεις;  Ο απλός πολίτης μια τέτοια συμπεριφορά, νομίζω θα την χαρακτήριζε ως «ανέντιμη», ως «ένδειξη απίθανης ανευθυνότητας», «ως βλαβερή στο κράτος, αλλά οφέλιμη στο κόμμα» .
Όλα αυτά, όμως και άλλα τόσα, δεν μπορούν να συνεχισθούν επ’ άπειρο. Κάποτε ήλπιζα σε μια ομαλή μεταλλαγή του πολιτικού συστήματος εκ των ένδω, αλλά και προέβλεπα ότι αν αυτή δεν έλθει - και μάλιστα γρήγορα- η λύση θα έλθει από το πεζοδρόμιο. Γνώμη δεν άλλαξα, απλώς προσθέτω  μια λέξη: «βίαιο» πεζοδρομίο, που οι αστοί του Κολωνακίου τρέμουν, αλλά άθελα των επιταχύνουν με την ανεκτικότητα που έδειξαν τα τελευταία δύο χρονια προς αυτή την κυβέρνηση, που σιγά-σιγά αρχίζει να τους ακουμπάει άσχημα. Γιατί;
Γιατί ήταν κακός ο Καραμανλής; Μα αυτοί τον ψήφισαν το 2004 και μετά τον ξαναψήφισαν το 2007 –όχι εγώ - με το ώριμο(!) επιχείρημα, που βρίσκει τις ρίζες του στο όνομα του θείου/  Προέδρου τηε Δημοκρατίας, όπως περίπου οι ίδιοι ψήφησαν τον ακόμη πλέον αποτυχημένο διάδοχο, ίσως γιατί αυτός δεν ήταν απλώς ανεψιός, αλλά γυιός και εγγονός πρωθυπουργού. Αλλά αν στην φυσική οι νόμοι αυτής της επιστήμης απαιτούν το μήλο να πέσει κάτω από την μηλιά, στην πολιτική κάτι τέτοιο δεν ισχύει...
Το μάθημα λοιπόν αν θέλομε να το μάθομε, είναι αλλαγή, ριζική αλλαγή, γρήγορα αλλαγή, σε όλο το πολιτικό φάσμα. Τέλος, στις εκλογές τέκνων και ανεψιών πρώην πρωθυπουργών. Τελος στην δουλική υπακοή στους ξένους που οι δικαστικές μας υπηρεσίες τώρα μας αποκαλύπτουν παρακολουθούσαν παράνομα τησ τηλεφωνικές επικοινωνίες του πρώην (δεξιού) πρωθπουργού. (Βλ. Καθημερινή 29 8 2011). Στροφή, αντιθέτως,  προς την αξιοκρατία, τον επιτυχημένο νέο επαγγελματία ή επιχειρηματία. Χειρότερος ο «νέος», από τους αποτυχημένους «γέρους» ή υιούς «πρώην», δύσκολα μπορεί να γίνει!

Εν όψει των ανωτέρω υπάρχει κάτι που Σας δίδει αισιοδοξία; Αν ναι, δώσατέ μας σε γενικές γραμμές τις σκέψεις σας πάνω σ’ αυτή την πτυχή του προβλήματος.
Ναι και αρχίζω, πρώτον, με την ιδέα που μόλις εξέφρασα.
Η πίστη, ότι η Χώρα μας έχει πολλούς νέους και νέες και μάλιστα επιτυχημένους με γεμίζει ελπίδα. Αναφέρομαι κυρίως στον επιχειρηματικό κόσμο, που είναι ένα από τα πιο «έξυπνα» στοιχεία της κοινωνίας και σε καλύτερη θέση από κάθε άλλο να βοηθήσει στου είδους την οικονομική κρίση που αντιμετωπίζομε.
Όταν λέω επιχειρηματίες, δεν αναφέρομαι σε ανθρώπους που βγάλανε λεφτά ως προμηθευτές του δημοσίου και, βεβαίως, ούτε στους κλασσικούς και πονηρούς μεσάζοντες, που έρχονται στην επιφάνεια σε στιγμές τέτοιων κρίσεων, ούτε και στούς λεκιασμένους κερδοσκόπους ή τις πασίγνωστα ανέντιμες τράπεζες. Μιλάω για σωστούς επιχειρηματίες - ¨Ελληνες και ξένους - οι οποίοι δημιουργούν δουλειές, νέες θέσεις εργασίας, νέα έσοδα, και, εμμέσως βεβαίως, και νέους φόρους. 
Δώστε λοιπόν σ΄αυτούς (α) αμέσως οικονομικά κίνητρα,  (β) συνδυάστε τα με τις περιοχές της Χώρας που χρειάζονται ανάπτυξη ή πολιτική ενίσχυση (όπως η Θράκη), ή τους τομείς της οικονομίας, που ασφαλώς έχουν μέλλον – τουρισμό, εφοπλισμό, εκμετάλλευση του ορυκτού μας πλούτου, (γ) δώστε τους σταθερό φορολογικό καθεστώς και όχι συνεχώς μεταβολλόμενη φορολογική νομοθεσία, (δ) πατάξετε άγρια (και δια παντός μέσου) την γραφειοκρατία που εμποδίζει επενδύσεις, και τότε θα δείτε πόσο γρήγορα «φέρνουν πίσω τα λεφτά των» και επενδύουν στη Χώρα μας. 
Δεύτερον, και επί πλέον, ας προσελκύσομε μερικούς από αυτούς στην πολιτική, έστω και πρόσκαιρα, για να χρησιμοποιήσομε τις οργανωτικές των ιδιότητες και φαντασία των και τις γνώσεις των, για το καλό του συνόλου, χωρίς ταξικές ή άλλες προκαταλήψεις του είδους «Μα αν χρησιμοποιήσεις τέτοιους ανθρώπους», θα υπάρξουν μερικοί που θα μου πουν, «θα φάνε ακόμη περισσότερο». Η απάντηση μου σε τέτοιες «κομπλεξικές» αντιρρήσεις είναι απλή: «η Χώρα έχει ανάγκη απ΄όλα τα ικανά, τίμια και εργατικά παιδιά της, αλλά κυρίως χρειάζεται νέους ανθρώπους με φαντασία και σχέδιο, ώστε στο μέλλον δημοσιογράφοι με καλή πένα και καθαρό μυαλό να μην θέλουν - αλλά και ούτε να μπορούν  - να γράφουν, όπως έγραψε στην Καθημερινή της 26ης Αυγούστου με τόση ακρίβεια ο Νίκος Ξηδάκης, ότι  «Η κυβέρνηση δεν διαθέτει σχέδιο δράσης, στρατηγική, στοιχειώδη πολιτική ιδεολογία, ψυχικό απόθεμα. Ούτε ηγεσία. Αυτή είναι η κατάσταση στην Ελλάδα, τον Αύγουστο του 2011.»
Δοκιμάστε, λοιπόν, τις ιδέες που αναφέρω περιληπτικά εδώ, πείσατε το καλόπιστο κοινό ότι με νέα μυαλά, νέα κίνητρα μη κομματικοποιήμενα, θα έλθουν και οι νέες ιδέες και μαζί τους η ελπίδα να περάσουμε τον κάβο και κάποτε να ξαναμπούμε σε γαλήνια νερά. Τελικό λοιπόν συμπέρασμα: όσο ο Δράκουλας μπορεί ποτέ να μεταβληθεί σε αιμοδότη άλλο τόσο αυτοί – ανεξαρτήτως κομμάτων- που μας έφεραν στα σημερινά χάλια μπορούν να μεταμορφωθούν σε σωτήρες μας. Εξαφανήσατέ τους λοιπόν πολιτικά!
Τρίτον, στο πολιτιστικό πεδίο ας συνδυάσομε τις νέες ιδέες, τις οποίες ονειρεύομαι καθημερινά με τις αρχές που μας κληροδότησε ένα ένδοξο Ελληνο-Βυζαντινό παρελθόν, αντί να το αποποιούμεθα. Ας οικοδομήσομε πάνω τους ένα νέο οικοδόμημα, στο οποίο εμείς οι ίδιοι να πιστεύομε πως ό,τι κάνομε είναι καλό για την πατρίδα, αφαιρώντας εν παρόδω το δικαίωμα σε μια μικρή μειοψηφία αριστερο-δεξιών ανθρώπων να ψέγουν τον καλώς εννοούμενο πατριωτισμό. Και αυτό το νέο Ελληνικό όραμα, που θα παίρνει ιδέες και βοήθεια απ’όπου το συμφέρει – συμπεριλαμβανομένης ασφαλώς και της θρησκείας μας, που είναι της μόδας σήμερα και αυτήν να κατακρίνομε -  θα θέσει στο κέντρο της φιλοσοφίας του την αξιοκρατία και όχι κομματικές ή πελατειακές ή συντεχνιακές σχέσεις ή την αναζήτηση του προσωπικού κέρδους
Ας καταλάβομε κοντολογίς, ότι οι υπάρχοντες πολιτικοί, όσο και έξυπνοι και αν είναι, καταναλίσκουν 80% της φαιάς των ουσίας σε πολιτικές και κομματικές μανούβρες, στο πώς θα επιβιώσουν πολιτικά οι ίδιοι, στο πώς θα κρατήσουν «την καρέκλα» τους, ή και στο πώς – και δυστυχώς για μερικούς και αυτό ισχύει – να πλουτίσουν οί ίδιοι ή οι οικογένειές των από την περίοδο της υπουργίας των. Μα, δεν αρκεί εμείς να καταλάβομε αυτά. Πρέπει επί πλέον να πείσομε και την απελπισμένη πλειοψηφία των Ελλήνων να τολμίσει την ριζική αλλαγή που χρείαζεται η Χώρα.
Τέλος, τέταρτο στα εξωτερικά. Και εδώ χρειαζόμεθα νέα και ριζική επισκόπηση της διεθνούς σκηνής, των «εξαρτήσεων» μας και των δυνατότητων μας.
Στις 20 Αυγούστου αυτού του έτους η Καθημερινή έγραψε:
«...υπάρχουν και γεωπολιτικοί λόγοι που κάνουν τόσο τις ΗΠΑ όσο και τις μεγάλες ευρωπαϊκές ηπειρωτικές δυνάμεις να θέλουν να στηρίξουν την Ελλάδα. Η χώρα μας αποτελεί μια νησίδα σταθερότητας και κλασικής δυτικής δημοκρατίας μέσα σε ένα πολύ ασταθές περιβάλλον. Ούτε οι ΗΠΑ ούτε και η Γερμανία βλέπουν με καλό μάτι τις ηγεμονικές τάσεις του Τούρκου πρωθυπουργού κ. Ερντογάν, αντιθέτως, αντιμετωπίζουν πλέον με μεγάλη καχυποψία την Τουρκία και τη «μεγάλη στρατηγική της».
Ωραία γραμμένο το κείμενο. Συμφωνώ, επί πλεόν, με την τελευταία πρόταση αν και επαναλαμβάνω με το παράπανω – ακόμη και με θυμό - ότι δεν κάναμε τίποτα για να εκμεταλλευθούμε αυτήν την – «υπό την επιφάνεια» επί του παρόντος και βαθμιαία αυξανόμενη - ανησυχία για τις φιλοδοξίες της Τουρκίας.  Και γιατί δεν κάνομε τίποτα; Γιατί οι πολιτικοί μας, οι πρέσβεις μας, και οι ακαδημαϊκοί που παραμένουν, όσον αφορά την Τουρκία, προσκολλημένοι στο δόγμα που διακήρυξε η Ελλάδα το 1999, στις ιδέες που πρόθυμα δανείζονται από την χαώδη εξωτερική της πολιτική, δεν έχουν την φαντασία ή την πνευματική προσαρμοστικότητα να προσαρμόσουν τη σκέψη των σε νέα δεδομένα;
Μα είναι αυτοί πειστικοί λόγοι για μια τέτοια, αρτηριοσκληρότητα σκέψεως, τέτοια οκνηρία δράσεως, τέτοια αντεθνική τοποθέτηση; Μήπως και εδώ, λοιπόν, χρειάζεται μεγάλη σκούπα, για το ανθρώπινο υλικό αυτού του Υπουργείου; Σίγουρα και εδώ χρειάζεται ριζική ανανέωση ανθρώπων, φιλοσοφίας, και νοοτροπίας.
Αλλά, η δεύτερη φράση/διαπίστωση του αποσπάσματος της Καθημερινής με ανησυχεί ακόμη περισσότερο γι’ αυτό και την έθεσα σε πλάγια γράμματα. Γιατί η Χώρα μας ΔΕΝ είναι πλέον «νησίδα σταθερότητας» ως ισχυρίζεται το άρθρο. Την γνώμη αυτή  εκφράζει  ένας πατρίωτης, που θα έπρεπε να λέει τα αντίθετα. Αλλά δεν τα λέει, γιατί η πραγματικότης έχει αλλάξει. Γιατί η αλήθεια λέει, ότι οι πολιτικές αυτής της κυβέρνησεως στα οικονομικά, ο τουρκικός επεκτατισμός της τελευταίας δεκατετίας αν όχι εικοσαετίας, και η επίμονη άρνηση από την παρούσα και τις προηγούμενες κυβερνήσεις να δημιουργήσουν νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής, που να στηρίζεται σε πολλαπλές συμμαχίες, μας έχουν φέρει στο χείλος της αβύσσου. 
Η κοινωνική έκρηξη, που τονίζω σε όλες τις υποενότητας αυτής της συνεντεύξεως, είναι λοιπόν κατά την γνώμη μου πρό των πυλών, η εξωτερική κρίση ΘΑ εκδηλωθεί μόλις η γείτων χώρα αισθανθεί, ότι είμεθα στο ναδίρ μας, είτε το επιτρέψουν οι Αμερικανοί είτε όχι! Και οι δύο κρίσεις πλησιάζουν ταχύτατα και – πιθανώς - ασταμάτητα.  Η μόνη μικρά πιθανότης να σταματήσομε αυτή την πολλαπλή καταστροφή, είναι να πάρομε στα σοβαρά μερικές από τις σκέψεις που διετύπωσα εδώ και στα διάφορα βιβλία μου και να αντιδράσομε άμεσα και πρωτότυπα.
Και, βεβαίως, ας μην απατώμεθα, απάντηση σ’ αυτές τις σκέψεις και προτάσεις, δεν είναι οι γενικές κατηγορίες ή δυσφημιστικές αντιδράσεις, που κατά καιρούς διατυπώνονται είτε με στόμφο είτε με το δήθεν χιούμορ του οποιουδήποτε «ευθυμογράφου». Εκείνο που χρειάζεται άμεσα, είναι κατανόηση, ότι αύτη η «νησίδα σταθερότητος» θα υπερκαλυφθεί και καταστραφεί από το διεθνές αλλά και αυτοδημιούργητο τσουνάμι.
Είναι ουτοπίες όλες αυτές οι σκέψεις και σκιαγραφόμενες λύσεις;
Όχι, Όχι, Όχι.
Αλλά και αν είναι, ας δοκιμάσομε και μια φορά κάτι καινούργιο, παρά να συνεχίζουμε να παίζουμε με τις ξαναζεσταμένες ιδέες, που μας προσφέρουν οι περισσότεροι –όχι όλοι – οι πολιτικοί, που ανήκουν στο κόσμο του χθες και που εμείς θέλομε να ξεχάσομε.
Σας ευχαριστώ θερμότατα γι’ αυτήν την αποκλειστική, μακροσκελή και πλούσια σε περιεχόμενο και ουσία συνέντευξη που δώσατε στο Αντίβαρο. Είναι ιδιαίτερα μεγάλη η τιμή για μας.

Σχόλια