Πώς θα είναι η κοινωνική σύγκρουση του μέλλοντος…
Λέγεται ότι οι στρατιωτικοί έχουν την τάση να πολεμούν «τον προηγούμενο Πόλεμο».
Τι σημαίνει αυτό;
Ότι αυτοί που σχεδιάζουν και διεξάγουν τον Πόλεμο μαθαίνουν την «τέχνη» τους από την προηγούμενη εμπειρία. Και τείνουν να αντιγράφουν τις πιο επιτυχημένες πρακτικές που απέδωσαν στο παρελθόν. Να βγάζουν τα συμπεράσματά τους από το τι έχει ήδη δουλέψει και τι όχι…
Και τις περισσότερες φορές δεν πηγαίνουν πίσω σε όλους τους πολέμους. Αρκούνται να μελετήσουν τι δούλεψε στον αμέσως προηγούμενο Πόλεμο… Ουσιαστικά ετοιμάζουν έναremake, μια «επανάληψη» στη διεξαγωγή του Προηγούμενου Πόλεμου, αυτού που καλύτερα και βαθύτερα μελέτησαν.
Κι εκεί, συνήθως, την «πατάνε»!
Ο λόγος είναι απλός: οι κοινωνίες και η τεχνολογία συνεχώς αλλάζουν. Και ό,τι δούλεψε την «προηγούμενη φορά» είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ξεπερασμένο σήμερα. Αλλά αυτό θα γίνει ευρύτερα αντιληπτό την επόμενη φορά. Αύριο…
Κι έτσι ο Πόλεμος επιφυλάσσει τις.......
μεγαλύτερες εκπλήξεις σ’ αυτούς που τον γνωρίζουνκαλύτερα, τους ίδιους τους στρατιωτικούς! Ακόμα και τους νικητές! Γιατί κι αυτοί οφείλουν να διδάσκονται από τις προηγούμενες νίκες τους. Κι από τα δικά τους σφάλματα παρά τις νίκες τους. Όπως βεβαιώνουν δύο μεγάλα παραδείγματα της στρατιωτικής Ιστορίας: Ο Αννίβας και οΝαπολέων.Πόλεμοι και Επαναστάσεις
Ό,τι ισχύει για τους Πολέμους ισχύει, κατά μείζονα λόγο μάλιστα, για τις Επαναστάσεις. Που κι αυτές είναι μια μορφή «Πολέμου». Με τη διαφορά ότι η Επανάσταση εμπλέκει συνήθως λιγότερο «επαγγελματίες» της τεχνικής και περισσότερο «πολιτικοποιημένους» της εξέγερσης.
Οι στρατιωτικοί έχουν την τάση να μελετούν υπερβολικά την προηγούμενη πολεμική εμπειρία. Οι επαναστάτες συνήθως έχουν μελετήσει ελάχιστα την προηγούμενη εμπειρία εξέγερσης. Τις περισσότερες φορές γίνονται «επαναστάτες» μέσα στην εξέγερση. Κι αφότου έχει ξεκινήσει…
Στις σπανιότερες περιπτώσεις που έχουν μελετήσει την προηγούμενη εμπειρία, οι επαναστάτες τείνουν να κάνουν το ίδιο σφάλμα με τους στρατιωτικούς: Μελετούν τις επαναστάσεις που πέτυχαν, και αντιγράφουν το παρελθόν. Όταν το παρόν, που καλούνται να ανατρέψουν, έχει προ πολλού αλλάξει.
Αυτό το «βάρος της αδράνειας» περιορίζει τον ορίζοντα και των στρατιωτικών και των επαναστατών, κι είναι και το μεγάλο μειονέκτημά τους. Και επιτυχημένος γίνεται όποιος καταφέρνει να το αποσείσει. Όποιος μελετήσει τι ακριβώς ισχύει σήμερα και που οδηγούνται τα πράγματα αύριο. Ώστε να χαράξει στρατηγική που θα αποδώσει στο μέλλον.
Γιατί αυτό πρωτίστως τον αφορά! Ιδιαίτερα τον Επαναστάτη που υποτίθεται ότι προετοιμάζειτο ίδιο το μέλλον. Δεν προετοιμάζεται, απλώς, για το μέλλον…
Επαναστάσεις και επαναστατικά «πρότυπα»
Οι γάλλοι επαναστάτες του 1789 είχαν ως πηγή έμπνευσης την Αμερικανική Επανάσταση του 1776 (στο πλευρό της οποίας αρκετοί είχαν πολεμήσει, ως άγημα που έστειλε τότε ο τελευταίος Γάλλος Βασιλιάς). Η Γαλλική επανάσταση, ωστόσο, ανέπτυξε εντελώς διαφορετική δυναμική…
Οι ευρωπαίοι Επαναστάτες του 1848 είχαν ως πρότυπο την εξέγερση του Παρισιού το 1789.
Οι Γάλλοι Κομμουνάροι του 1871, μιμούνταν τις εξεγέρσεις του 1848.
Οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι, την Γαλλική Κομμούνα του 1871, ενώ οι Μενσεβίκοι και οι Εσσαίροι τις εξεγέρσεις του 1848.
Το κίνημα Εθνικής Αντίστασης στην Ελλάδα, την περίοδο 1941-44, άντλησε έμπνευση από την εθνεγερσία του 1821 (και την παράδοση του «κλεφτοπόλεμου»).
Οι Έλληνες φοιτητές του 1973, από το «Γαλλικό Μάη» του ’68 (και το Γερμανικό και Ιταλικό φθινόπωρο του 1969).
Ενώ οι εξεγέρσεις στις ανατολικές χώρες του «υπαρκτού Σοσιαλισμού», προσπαθούσαν να μιμηθούν δύο πρότυπα: είτε την εξέγερση της Ουγγαρίας (1956) είτε την «άνοιξη της Πράγας» (1968). Μέχρι που ανέδειξαν το ιδιαίτερο δικό του «πρότυπο»: την εξέγερση της Πολωνικής «Αλληλεγγύης» το 1979.
Γενικά οι επιτυχημένες επαναστάσεις ξεπέρασαν τα πρότυπά τους και δημιούργησαν νέα. Αντίθετα, όπου δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τα πρότυπα που προσπάθησαν να μιμηθούν, απέτυχαν.
Τρία σύγχρονα πρότυπα
Τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν τρία μεγάλα πρότυπα διεθνώς:
* Η ισλαμική φονταμενταλιστική Επανάσταση του Ιράν για τον Ισλαμικό κόσμο.
* Οι «πολύχρωμες επαναστάσεις» στις πρώην χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
* Και το «τουρκικό μοντέλο» που δεν είναι ακριβώς «επανάσταση», αλλά αποτελεί μια σταδιακή μετάβαση από ένα αυστηρά «κοσμικό κράτος» σε ένα «ήπιο» ισλαμικό καθεστώς. Μόνο που κανείς δεν ξέρει με σιγουριά, πού θα καταλήξει αυτή η «μετάβαση» (ως σήμερα ιδιαίτερα επιτυχής) κι αν θα παραμείνει «ήπιο» το ισλαμικό καθεστώς, όταν θα καταφέρει να εξουδετερώσει τους εσωτερικούς καθεστωτικούς αντιπάλους του (στρατό και δυτικόστροφη Κεμαλική γραφειοκρατία).
Αυτό που γίνεται σήμερα σε διάφορες μουσουλμανικές πρωτεύουσες (στην Τυνησία, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη, το Μπαχρέϊν, αλλά και το Μαρόκο και την Ιορδανία) είναι ένα μείγμα και των τριών παραπάνω «προτύπων» (μοντέλων).
– Βασικό χαρακτηριστικό του φονταμενταλιστικού κινήματος, η προσπάθεια να επιβληθεί στο κοσμικό κράτος μέσα από λαϊκές εξεγέρσεις. Μόνο που τα φονταμεταλιστικά αιτήματα δενείναι κυρίως «πολιτικά» είναι κοινωνικά και καθεστωτικά. Ζητούν, ουσιαστικά αλλαγή καθεστώτος, με κυρίαρχους τους θεσμούς της Σαρίας (Ισλαμικού Νόμου) και της θεοκρατίας(θεσμική κυριαρχία του Ιερατείου). Βαθύτερο διαχρονικό αίτημα του Σουνιτικού φονταμενταλισμού η αποκατάσταση του «Χαλιφάτου», δηλαδή της ενότητας του Μουσουλμανικού κόσμου.
– Βασικό χαρακτηριστικό των «πολύχρωμων επαναστάσεων», η έξωθεν καθοδήγησή τους, μέσα από ηλεκτρονική δικτύωση, της νεολαίας κυρίως, και μικρών ομάδων «διαφωνούντων» που την κρίσιμη στιγμή συγκλίνουν μαζί με την εξεγερμένη νεολαία, γύρω από τα ισχυρά προπύργια ενός συγκεντρωτικού καθεστώτος και το ανατρέπουν. Ανοίγοντας το δρόμο για την κυριαρχία δυνάμεων που τις ενοποιεί η εξάρτησή τους από δυτικά κέντρα καιδιεθνείς αγορές.
– Όσον αφορά το «τουρκικό μοντέλο», αυτό παραπέμπει στο φαινόμενο της προσωρινής δυαρχίας. Για το οποίο είχε πρωτο-μιλήσει ο ίδιος ο Λένιν, λίγο πριν την Επανάσταση του Οκτωβρίου του 1917, όταν προέβλεπε ότι για ένα σύντομο μεταβατικό διάστημα θα υπήρχαν «δύο κέντρα εξουσίας»: τα «αστικά» (Κοινοβούλιο, Κυβέρνηση, Στρατός) και τα «Σοβιέτ». Μέχρις ότου το ένα διαλύσει το άλλο…
Το φαινόμενο της «δυαρχίας» αποδείχθηκε εξαιρετικά βραχύβιο στην περίπτωση της Μπολσεβίκικης Επανάστασης. Εμφανίστηκε στην περίπτωση της Ιρανικής Επανάστασης το 1978, όταν για μερικές μέρες υπήρχαν δύο κέντρα εξουσίας και δύο «κυβερνήσεις», μέχρις ότου εκείνη που εκπροσωπούσε το παλαιό καθεστώς του Σάχη σαρώθηκε από τους Μουτζαχεντίν της Ισλαμικής Επανάστασης.
Το ενδιαφέρον στην περίπτωση της σύγχρονης Τουρκίας, είναι ότι η άτυπη δυαρχίαδιατηρήθηκε για μακρό χρονικό διάστημα, από το 2003 μέχρι σήμερα περίπου, με τους μετριοπαθείς ισλαμιστές να αποδυναμώνουν όλο και περισσότερο τα κέντρα ισχύος του παραδοσιακού Κεμαλικού καθεστώτος, στο οποίο έχουν πλήρως κυριαρχήσει, αν και χωρίς να το εξουδετερώσουν πλήρως.
Φονταμενταλισμός στη Δύση και αντί-συσπείρωση
Το Σουνιτικό φονταμενταλιστικό κίνημα δοκιμάστηκε κι εκτός μουσουλμανικού κόσμου, στην Ευρώπη, με τις κινητοποιήσεις κατά των «γελοιογραφιών του Μωάμεθ». Κατόρθωσε να επιβάλλει τα αιτήματά του – να μη γίνονται δεκτές οι εικαστικές απεικονίσεις του Προφήτη – αλλά προκάλεσε σοβαρή αντί-συσπείρωση στις δυτικές κοινωνίες, οι οποίες άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι το φονταμενταλιστικό Ισλάμ δεν μπορεί να συμβιώσει μέσα στις δυτικές κοινωνίες. Δεν μπορεί καν να γίνει ανεκτό απ’ αυτές, γιατί τις απειλεί από τα μέσα. Και κατά συνέπεια πρέπει να ελεγχθεί (ως Ισλάμ) και να εξουδετερωθεί (ως φονταμενταλιστικό).
Η δεκαετία του 2000 άλλαξε συνολικά και δραστικά τις αντιλήψεις των δυτικών κοινωνιών για το Ισλάμ. Αντιλήφθησαν όλοι ότι αποτελεί απειλή και στην ακραία τρομοκρατική του εκδοχή (αιματηρές επιθέσεις στη Μαδρίτη το 2004 και στο Λονδίνο το 2007), αλλά και στη πιο«κινηματική» του μορφή (με τις πανευρωπαϊκές διαδηλώσεις κατά των γελοιογραφιών του Μωάμεθ).
Επίσης, η Ολλανδία συγκεκριμένα, η πιο «ανεκτική» κοινωνία έναντι των μειονοτήτων στην Ευρώπη, συγκλονίστηκε δύο φορές με τις δολοφονίες του Πιμ Φόρτσουιν (Μάιος του 2002) και τους σκηνοθέτη Τεό Βαν Γκόγκ (Νοέμβριος του 2004). Και οι δύο είχαν επικρίνει τη επίδραση του Ισλάμ στη φιλελεύθερη δυτική κοινωνία και είχαν υπογραμμίσει τον ασύμβατοχαρακτήρα ανάμεσα στην «φονταμενταλιστική κουλτούρα του Ισλάμ» και τις δυτικές αξίες. Κι έπεσαν δολοφονημένοι από ισλαμιστές…
Έτσι τείνει να εδραιωθεί μια νέα αντίληψη στην Ευρώπη, ότι οι μουσουλμάνοι πρέπει να«εκδυτικισθούν» για να μπορέσουν να αφομοιωθούν στις δυτικές κοινωνίες. Και το αίτημα της «αφομοίωσης» έγινε κυρίαρχο πλέον – σε αντίθεση με το προηγούμενο πρόταγμα τηςπολύ-πολιτισμικότητας:
Πράγματι, σύμφωνα με την «πολύ-πολιτισμικότητα» μέσα σε συνθήκες ισονομίας και ισότητας ευκαιριών, όλες οι πολιτισμικές συνιστώσες μπορούν να «συμβιώσουν αρμονικά και να αναμιχθούν δημιουργικά». Τα γεγονότα της δεκαετίας του 2000 απέδειξαν ότι ορισμένοι πολιτισμοί δεν μπορούν να αναμιχθούν εύκολα με άλλους και παράγουν πολύ περισσότερες τριβές και συγκρούσεις παρά «αρμονική ανάμιξη». Άρα, για να συμβιώσουν οι ασύμβατες μειοψηφίες, πρέπει να αφομοιωθούν! Να πάψουν να είναι διακριτά πολιτισμικά σύνολα και να αποδεχθούν την πολιτιστική ταυτότητα της κοινωνίας στην οποία εγκαθίστανται.
Έτσι τα φονταμενταλιστικά κινήματα μέσα στις Ευρωπαϊκές χώρες προκάλεσαν τα αντίθετα αποτελέσματα: Ουσιαστικά άρχισαν τη διαδικασία απομόνωσης του Ισλάμ μέσα στην Ευρώπη.
Η Ελλάδα στο κατώφλι της «μετάλλαξης»
Στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε σήμερα και τα τρία φαινόμενα:
– Μιαν απόπειρα «πολύχρωμης επανάστασης», για την οποία έγινε ήδη η «γενική πρόβα» τον Δεκέμβριο του 2008. Με καθαρά ελεγχόμενο χαρακτήρα άσκησης πίεσης στην τότε κυβέρνηση. Και επιτυχημένη αποσταθεροποίησή της.
– Μια απόπειρα ισλαμικής πίεσης από την πλευρά λαθρομεταναστών. Με έντονα τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής πρόκλησης. Αφού τα αιτήματα των λαθρομεταναστών – πουδεν μπορούν να ικανοποιηθούν: «πλήρη κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα» κλπ. – προβάλλονται με ολοφάνερη την επιδιωκόμενη πρόκληση έκρηξης, με ανάμιξη όλων των μεταναστών, λαθραίων και μη, κυρίως, όμως των μουσουλμάνων.
– Και η δημιουργία μιας «δυαρχίας», που θα τείνει να εγκαταλείψει το παραδοσιακό μοντέλο της μεταπολίτευσης, υπό τον πίεση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που επιβάλλει το Μνημόνιο και με στόχο να μειώσει ακόμα και τα τελευταία προσχήματα εθνικού ελέγχουπάνω στην Πολιτική: και να μεταβιβάσει όλους τους αρμούς της εξουσίας σε υπερεθνικά κέντρα. Αλλοιώνοντας σε πρώτη φάση το Πολίτευμα και σε επόμενη τον ίδιο τον εθνικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας (με θεσμούς πολύ-πολιτισμικότητας, που απορρίπτονται πια παντού αλλού στην Ευρώπη).
Στρατηγική αντιμετώπιση
Πώς αντιμετωπίζονται όλα αυτά;
Με εξουδετέρωση και αντιστροφή όλων των στοιχείων αυτής της στρατηγικής:
– Πρώτον, με ανάδειξη του αιτήματος ανασυγκρότησης του εθνικού κράτους. Το σύνθημα «να ξαναπάρουμε την Ελλάδα στα χέρια μας». Να ξαναπάρουμε την εξωτερική Πολιτική στα χέρια μας (γιατί την είχαμε εκχωρήσει στις Βρυξέλλες και στις…ΜΚΟ), να ξαναπάρουμε τηνΟικονομική Πολιτική στα χέρια μας (γιατί την έχουμε εκχωρήσει στην Τρόικα) ουσιαστικά αναδεικνύει για πρώτη φορά τη στροφή σε εθνοκεντρικό κράτος, όπως συμβαίνει πια σε όλη την Ευρώπη. Κι όπως έχει πάψει να συμβαίνει πλέον στην Ελλάδα από την εποχή Σημίτη.
– Να απονομιμοποιήσουμε όλες τις συνιστώσες και τα σημεία ισχύος της τάσης γιααφελληνισμό της ελληνικής κοινωνίας. Με κατάργηση του ασύλου (που δημιουργεί κέντρα ανεξέλεγκτης παρανομίας, αλλά και με τον έλεγχο των μεταναστών. Κυρίως της εισροής τους από τα διάτρητα σύνορα (αίτημα στο οποίο εσχάτως «προσχώρησε» και το ΠΑΣΟΚ), αλλά και των αστικών περιοχών όπου δημιουργούν «άβατες ζώνες», πράγμα που πρέπει και μπορεί να αντιστραφεί. Αλλά είναι πιο δύσκολο απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως…
– Να ελεγχθούν ξανά οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους (Εκπαίδευση, Ενημέρωση, Τέχνη, Λόγος, Πολιτισμός – και Διαδίκτυο που συνδυάζει όλα τα προηγούμενα). Να ελεγχθούν,όχι «πυραμιδικά», αλλά «δικτυακά»! Δηλαδή όχι περνώντας μια «κεντρική γραμμή», αλλά δημιουργώντας ένα ευρύ και χαλαρό εθνικό πλαίσιο που επιτρέπει τη συζήτηση για όλα, θέτοντας, ωστόσο, κάποια πράγματα, εκτός ορίων «εθνικής συναίνεσης».
Όχι «απαγορεύοντάς» τα (με κατασταλτικούς μηχανισμούς). Αλλά από-νομιμοποιώντας τα (με ιδεολογικούς και πολιτικούς όρους)…
– Να δημιουργήσουμε ένα μοντέλο ανάπτυξης που αξιοποιεί τα ελληνικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα (για πολλά χρονιά απολύτως παραμελημένα) και τα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου (που μένουν όχι απλώς αναξιοποίητα, αλλά υφίστανται συνεχή απαξίωση και ενίοτε τα καταπατούν και τα σφετερίζονται). Ο λόγος που ποτέ δεν προχώρησε το Κτηματολόγιο στην Ελλάδα ήταν πιθανότατα, ακριβώς αυτό: για να μην μπει έλεγχος σε μια τεράστια πηγή υπεραξιών – την ακίνητη περιουσία του Δημοσίου – για να παραμείνει πιο εύκολος στόχος καταπάτησης και σφετερισμού.
Μόνο μια χώρα που έχει εγχώρια πηγή πλούτου να εκμεταλλευτεί και εγχώρια πλεονεκτήματα να αναδείξει μπορεί να αποκτήσει εθνοκεντρικό και ταυτόχρονααναπτυξιακό χαρακτήρα. Με εξωστρέφεια και ανταγωνιστικότητα.
Άμεσες προτεραιότητες
Μέχρι να προχωρήσουν όλα αυτά, όμως, χρειάζονται άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση τωνάμεσων κρίσεων που κυοφορούνται.
– Αν χτυπήσουν κεντρικά – κατά το πρότυπο των «πολύχρωμων επαναστάσεων» – τότε πρέπει να τους εξουδετερώσουμε αποκεντρωμένα. Δηλαδή να χρησιμοποιήσουμε τη δυνατότητα αντίδρασης από την Περιφέρεια προς το Κέντρο (Μαοϊκό μοντέλο).
– Κι αν χτυπήσουν αποκεντρωμένα, να τους αντιμετωπίσουμε κεντρικά (το Λενινιστικόμοντέλο).
Σε κάθε περίπτωση, το διαδίκτυο πρέπει να παράγει ετοιμότητα αντίδρασης και στα δύο επίπεδα. Χωριστά ή ταυτόχρονα.
– Στο πολιτικό επίπεδο να προωθούμε απ’ όλες τις πλευρές τις απόψεις τηςεθνοκεντρικότητας και στο διαδικτυακό επίπεδο να ετοιμαζόμαστε για αντίδραση αν και όταν χρειαστεί.
– Το μοντέλο στο οποίο οδηγούνται οι εξελίξεις, αφορά την κινητοποίηση της μεσαίας τάξης. Αυτό συμβαίνει δύσκολα και σπάνια: Η μεσαία τάξη αντιδρά, όταν πιεστεί πολύ κι όταν έχεικάπου να πιαστεί. Δεν οργανώνεται εύκολα (όπως η εργατική τάξη) δεν καθοδηγείται εύκολα (όπως η αγροτική τάξη) και δεν συσπειρώνεται εύκολα (όπως η μεγαλο-αστική τάξη).
Αλλά η αντίδραση της μεσαίας τάξης, ουσιαστικά αλλάζει καθεστώτα, όχι απλώς κυβερνήσεις. Και συνήθως αντί-συσπειρώνεται μπροστά σε κίνδυνο. Δεν δρα. Αντιδρά…
Το ίδιο ισχύει και για την νεολαία, συνήθως προπομπό κινητοποίησης της μεσαίας τάξης. Αυτή μέχρι πριν δύο-τρία χρόνια έμοιαζε εντελώς «αλλοτριωμένη» πολιτικά. Τώρα έχει αρχίσει ήδη να αφυπνίζεται, για τρείς λόγους: λόγω κατάρρευσης του καταναλωτισμού που αποχαύνωνε τους νέους, λόγω χαλάρωσης επιρροής των προπαγανδιστικών μηχανισμών (ΜΜΕ κλπ.) και λόγω διάδοσης του διαδικτύου, όπου ο αντισυμβατικός λόγος κυριαρχεί πια (αν και συχνά με στρεβλώσεις).
Συνθήκες για την κινητοποίησή της μεσαίας τάξης υπό έκτακτες συνθήκες δημιουργούνται ήδη: υπάρχει η ασφυκτική πίεση (του Μνημονίου) και αναδεικνύεται το «αποκούμπι», δηλαδή αρχίζει να εκπροσωπείται το αίτημα του «εθνοκεντρισμού» που μέχρι πριν λίγο ήταν «απαγορευμένη λέξη».
Προέχει η αντίδραση της μεσαίας τάξη να είναι κινηματική και δημοκρατική:
– Κινηματική, για να αντιμετωπίσει φαινόμενα μειοψηφικών ανταρσιών, όπως αυτά που ετοιμάζουν κάποιοι.
– Και δημοκρατική, για να μην αναπτυχθούν ολοκληρωτικές τάσεις, κάτι που ευνοείται μέσα σε συνθήκες διάλυσης του κοινωνικού ιστού και διάχυτου πανικού…
Γι’ αυτό η συζήτηση που τώρα ανοίγει σε αυτό το ζήτημα έχει νόημα:
Διότι έρχονται δύσκολα και δεν πρέπει να συρθούμε από τα γεγονότα. Πρέπει να βρεθούμεμπροστά από τα γεγονότα. Και να είμαστε έτοιμοι να τα αντιμετωπίσουμε…
Πολλά απ’ αυτά που έπρεπε να πούμε τα είπαμε. Κάποια τα υπονοήσαμε. Και κάποια δεν τα θίξαμε καθόλου. Αλλά η συζήτηση τώρα μόλις ανοίγει.
Και σημασία δεν έχει πως θα ανοίξει, αλλά πως θα προχωρήσει…
Δεν φοβούνται οι «απέθαντοι»!
Πάντως να θυμάστε: δεν πάμε να μιμηθούμε κάποια πρότυπα εξεγέρσεων του παρελθόντος. Πάμε να αλλάξουμε τη χώρα.
Δεν πάμε να κερδίσουμε μια πρόσκαιρη γεύση εξουσίας. Πάμε να τα αλλάξουμε όλα.
Δεν πάμε να ξορκίσουμε τα «φαντάσματα της Μεταπολίτευσης».
Πάμε να θεμελιώσουμε τη «νέα Μεταπολίτευση».
Δεν πάμε να «πείσουμε» τον κόσμο για τις απόψεις μας. Πάμε να εκπροσωπήσουμε τον κόσμο, που χρόνια τώρα έχει τις απόψεις μας, αλλά δεν αντιδρούσε. Τώρα αρχίζει να ξυπνά. Και να αντιδρά…
Δεν πάμε να κερδίσουμε «οριακούς και περιστασιακούς» ψηφοφόρους «μιας χρήσεως». Δημιουργούμε ένα πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα.
Δεν φοβόμαστε μήπως «αλωθεί η Πατρίδα». Αντίθετα, όσοι προσπαθούν να την «αλώσουν» πρέπει να φοβούνται.
Γιατί πια δεν είμαστε περιθωριοποιημένοι. Κερδίζουμε έδαφος και επιρροή και κεντρική καταγραφή και εκπροσώπηση. Που δεν την φαντάζονταν μέχρι πριν λίγο καιρό…
Κι είναι εκείνοι που περιθωριοποιούνται συνεχώς και βρίσκονται σε αναδίπλωση.
Μας παρουσίαζαν ως «εθνικιστές», ενώ γνώριζαν ότι είμαστε απλώς πατριώτες, σύμφωνα με τις καλύτερες πατριωτικές παραδόσεις του τόπου αυτού…
Μας παρουσίαζαν ως «ακροδεξιούς», ενώ γνώριζαν ότι οι πολλοί από μας έχουμε μη δεξιά προέλευση. Και βαθιά δημοκρατική Παιδεία…
Μας παρουσίαζαν ως «ξενόφοβους», ενώ γνώριζαν ότι πολλοί από μας έχουμε ζήσει ή σπουδάσει στο εξωτερικό κι έχουμε δοκιμαστεί εκτός συνόρων…
Μας είχαν για πεθαμένους και τους βγαίνουμε… «απέθαντοι»!
Δεν ξέρουν ακόμα με τι έχουν να κάνουν. Αν και αρχίζουν να το υποπτεύονται…
Δεν φοβόμαστε εμείς τους τριγμούς ενός καθεστώτος που καταρρέει, ούτε τα ερείπιά του που σείονται συθέμελα.
Εκείνοι φοβούνται. Και δίκιο έχουν.
ΠΗΓΗΣ’ αυτό τουλάχιστον…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου